πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
[Seite 16] ὁ (λαπάζω), Aushöhlung, Grube, Democrit. bei B. A. 374, 14, διὰ τὸ κεκενῶσθαι ὀρυχθέντας. Auch = Vorigem.