ατσίδα: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (και ουδ. ατσίδι, το)<br /><b>1.</b> [[νυφίτσα]], [[κουνάβι]]<br /><b>2.</b> (και ατσίδας, ο) [[έξυπνος]], [[εύστροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ικτίδα</i> (αιτ. του <i>ικτίς</i>, -[[ίδος]]) «[[κουνάβι]]» (για την [[τροπή]] του -<i>κτι</i>- σε -<i>τσι</i>- <b>[[πρβλ]].</b> [[γαλακτίς]]-<i>γαλακτίδα</i>-[[γαλατσίδα]]].
|mltxt=η (και ουδ. ατσίδι, το)<br /><b>1.</b> [[νυφίτσα]], [[κουνάβι]]<br /><b>2.</b> (και ατσίδας, ο) [[έξυπνος]], [[εύστροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ικτίδα</i> (αιτ. του <i>ικτίς</i>, -ίδος) «[[κουνάβι]]» (για την [[τροπή]] του -<i>κτι</i>- σε -<i>τσι</i>- πρβλ. [[γαλακτίς]]-<i>γαλακτίδα</i>-[[γαλατσίδα]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:09, 1 March 2024

Greek Monolingual

η (και ουδ. ατσίδι, το)
1. νυφίτσα, κουνάβι
2. (και ατσίδας, ο) έξυπνος, εύστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικτίδα (αιτ. του ικτίς, -ίδος) «κουνάβι» (για την τροπή του -κτι- σε -τσι- πρβλ. γαλακτίς-γαλακτίδα-γαλατσίδα].