γαλατσίδα
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
η
1. οποιοδήποτε αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό
2. ονομασία διαφόρων φυτών του γένους του Ευφορβίου, τιθύμαλλος, φλόμος
3. το φυτό περιπλοκάς η Ελληνική, περικοκλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτίδα, αιτ. του αρχ.-μσν. γαλακτίς].