σειρίδα: Difference between revisions
From LSJ
(37) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σειρίς]], - | |mltxt=η / [[σειρίς]], -ίδος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σιρίτι]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> εύκαμπτο [[σύνολο]] από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που [[είναι]] συνεστραμμένοι [[μεταξύ]] τους και έχουν κοινό [[περίβλημα]], [[σύνολο]] το οποίο χρησιμοποιείται για την [[τροφοδότηση]] διαφόρων φορητών ηλεκτρικών συσκευών με ηλεκτρικό [[ρεύμα]], κν. [[κορδόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / σειρίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σιρίτι
2. (ηλεκτρολ.) εύκαμπτο σύνολο από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι μεταξύ τους και έχουν κοινό περίβλημα, σύνολο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση διαφόρων φορητών ηλεκτρικών συσκευών με ηλεκτρικό ρεύμα, κν. κορδόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + επίθημα -ίς, -ίδος].