κορδόνι
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
το
1. πλέγμα από κλωστές στριμμένες προς μια κατεύθυνση, σειρήτι, γαϊτάνι
2. σχοινί ή σχοινοτενές δέρμα για το δέσιμο τών παπουτσιών («λύθηκαν τα κορδόνια σου»)
3. (ως επίρρ.) κατά σειρά
4. φρ. α) «η δουλειά πάει κορδόνι» — η δουλειά προχωράει, πάει καλά
β) «γραμμή κορδόνι» ή «σκοινί κορδόνι» — χωρίς σταματημό, συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., από ιταλ. cordone < λατ. chorda < αρχ. ελλ. χορδή.