ιπποτοξότης: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(18) |
m (Text replacement - "el: ιπποτοξότης;" to "el: εφιπποτοξότης, ιπποτοξότης, έφιππος τοξότης, έφιππος τοξοβόλος;") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποτοξότης]], ὁ (Α)<br />[[ιππέας]] οπλισμένος με [[τόξο]], [[έφιππος]] [[τοξότης]] («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τοξότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόξον]])]. | |mltxt=[[ἱπποτοξότης]], ὁ (Α)<br />[[ιππέας]] οπλισμένος με [[τόξο]], [[έφιππος]] [[τοξότης]] («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τοξότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόξον]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[mounted archer]]=== | |||
ca: arquer a cavall; cs: jízdní lučištník; de: [[berittener Bogenschütze]], [[Bogenschütze zu Pferde]]; el: [[εφιπποτοξότης]], [[ιπποτοξότης]], [[έφιππος τοξότης]], [[έφιππος τοξοβόλος]]; grc: [[ἀμφιπποτοξότης]], [[ἀφιπποτοξότης]], [[ἔφιππος τοξότης]], [[ἱπποτοξότης]], [[τοξότης ἀφ' ἵππων]]; en: [[mounted bowman]], [[horse-archer]], [[horse archer]], [[mounted archer]], [[mounted bowman]], [[horseback archer]]; es: [[arquero a caballo]]; fr: [[archer à cheval]], [[archer monté]]; he: קשת רכוב; hu: lovasíjászat; id: pemanah berkuda; it: [[arciere a cavallo]]; ja: 弓騎兵; ko: 궁기병; lt: raitieji lankininkai; ms: pemanah berkuda; ro: arcaș călare; ru: [[конный лучник]]; sv: beridet bågskytte; ta: ஏற்ற வில்வித்தை; zh: 弓騎兵 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 8 March 2024
Greek Monolingual
ἱπποτοξότης, ὁ (Α)
ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τοξότης (< τόξον)].
Translations
mounted archer
ca: arquer a cavall; cs: jízdní lučištník; de: berittener Bogenschütze, Bogenschütze zu Pferde; el: εφιπποτοξότης, ιπποτοξότης, έφιππος τοξότης, έφιππος τοξοβόλος; grc: ἀμφιπποτοξότης, ἀφιπποτοξότης, ἔφιππος τοξότης, ἱπποτοξότης, τοξότης ἀφ' ἵππων; en: mounted bowman, horse-archer, horse archer, mounted archer, mounted bowman, horseback archer; es: arquero a caballo; fr: archer à cheval, archer monté; he: קשת רכוב; hu: lovasíjászat; id: pemanah berkuda; it: arciere a cavallo; ja: 弓騎兵; ko: 궁기병; lt: raitieji lankininkai; ms: pemanah berkuda; ro: arcaș călare; ru: конный лучник; sv: beridet bågskytte; ta: ஏற்ற வில்வித்தை; zh: 弓騎兵