αμυγδαλή: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(3) |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀμυγδαλῆ]])<br />το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b> | |mltxt=η (Α [[ἀμυγδαλῆ]])<br />το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνήθως στον πληθ.</b> οι [[αμυγδαλές]]<br />αδένες σχήματος αμυγδάλου στη [[βάση]] του ουρανίσκου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω [[αμυγδαλές]]», [[πάσχω]] από [[αμυγδαλίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Συνηρημένος τ. του <i>αμυγδαλέα</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμυγδάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδαλίτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:37, 21 March 2024
Greek Monolingual
η (Α ἀμυγδαλῆ)
το δέντρο αμυγδαλιά
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλές
αδένες σχήματος αμυγδάλου στη βάση του ουρανίσκου
2. φρ. «έχω αμυγδαλές», πάσχω από αμυγδαλίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνηρημένος τ. του αμυγδαλέα < αρχ. ἀμυγδάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλίτης].