κορυμβόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korymvoomai
|Transliteration C=korymvoomai
|Beta Code=korumbo/omai
|Beta Code=korumbo/omai
|Definition=Pass., to [[be formed into a]] κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62 J.
|Definition=Pass., to [[be fashioned in clusters]], be formed into a [[κόρυμβος]], κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62 J.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορυμβόομαι''': Παθ., ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.
|lstext='''κορυμβόομαι''': Παθ., ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβόομαι Medium diacritics: κορυμβόομαι Low diacritics: κορυμβόομαι Capitals: ΚΟΡΥΜΒΟΟΜΑΙ
Transliteration A: korymbóomai Transliteration B: korymboomai Transliteration C: korymvoomai Beta Code: korumbo/omai

English (LSJ)

Pass., to be fashioned in clusters, be formed into a κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62 J.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβόομαι: Παθ., ἐπὶ τῆς κόμης, σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.