escabio: Difference between revisions
From LSJ
(Created page with "{{esel |sltx=βακχεία, ἐκμέθυσμα, ἐξοινία, μέθη, μέθυσις, οἰνοφλυγία, οἴνωσις, τὸ πάρ...") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[βακχεία]], [[ἐκμέθυσμα]], [[ἐξοινία]], [[μέθη]], [[μέθυσις]], [[οἰνοφλυγία]], [[οἴνωσις]], [[τὸ πάροινον]] | |sltx=# drunkenness: [[ἀποψόφησις]], [[βακχεία]], [[βδόλος]], [[ἐκμέθυσμα]], [[ἐξοινία]], [[μέθη]], [[μέθυσις]], [[οἰνοφλυγία]], [[οἴνωσις]], [[τὸ πάροινον]] | ||
#drunk: [[ἀκρατοκώθων]], [[ἀμπέλινος]], [[βεβρεγμένος]], [[διάχριστος]], [[ἔξοινος]], [[ἐξῳνωμένος]], [[κάτοινος]], [[μέθῃ βρεχθείς]], [[μεθυπλήξ]], [[μεθυσθείς]], [[μέθυσος]], [[μεθυστάς]], [[μεθυστής]], [[μεθύων]], [[οἰνοβρεχής]], [[οἰνόληπτος]], [[οἰνοπλήξ]], [[οἰνόφλυξ]], [[οἰνῳθείς]], [[παροινικός]], [[πάροινος]], [[πεπωκώς]], [[ποτός]], [[ὑπερπλησθεὶς μέθῃ]], [[ᾠνωμένος]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:31, 13 June 2024
Spanish > Greek
- drunkenness: ἀποψόφησις, βακχεία, βδόλος, ἐκμέθυσμα, ἐξοινία, μέθη, μέθυσις, οἰνοφλυγία, οἴνωσις, τὸ πάροινον
- drunk: ἀκρατοκώθων, ἀμπέλινος, βεβρεγμένος, διάχριστος, ἔξοινος, ἐξῳνωμένος, κάτοινος, μέθῃ βρεχθείς, μεθυπλήξ, μεθυσθείς, μέθυσος, μεθυστάς, μεθυστής, μεθύων, οἰνοβρεχής, οἰνόληπτος, οἰνοπλήξ, οἰνόφλυξ, οἰνῳθείς, παροινικός, πάροινος, πεπωκώς, ποτός, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, ᾠνωμένος