ἀκρατοκώθων
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a hard toper, Hyp.Dem.Fr.(a), Ath.6.246a.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
el que bebe cuencos de vino puro fig. borracho Hyp.Dem.p.24, Ath.483e, 246a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρατοκώθων: -ωνος, ὁ, ὁ πολὺν ἄκρατον πίνων ἐκ τοῦ κώθωνος, τῆς «κανάτας», «κρασοπατέρας», ἀκροκώθωνας καλοῦσι τοὺς πλέον ἄκρατον σπῶντας Ἀθήν. 483Ε, ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 53, 29.
Greek Monolingual
ἀκρατοκώθων (-ωνος), ο (Α)
αυτός που πίνει πολύ άκρατο, ανέρωτο κρασί με την κανάτα, ο «κρασοπατέρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + κώθων «είδος ποτηριού»].
German (Pape)
[ρᾱ], (Weinfässer) ἀκρατοκώθωνας καλοῦσι τοὺς πλέον ἄκρατον σπῶντας Ath. IX.483e, aus Hyperid., vgl. Prisc. 18.25.