διάχριστος
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
διάχριστον, anointed: hence διάχριστος ἐσχαρίτης, a rich cake, Lynceusap.Ath.3.109e: διάχριστα, τά, salves, ointments, Dsc.1.30, Antyll. ap. Orib.10.34 tit., Aret. CA1.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 empapado en vino, borracho de un pastel, Lync. en Ath.109e.
2 medic., subst. τὸ διάχριστον = ungüento, pomada Archig. en Gal.12.586, Gal.12.923, gener. en plu., Dsc.1.30, Antyll. en Orib.10.34 tít., Apollon. en Gal.12.979, Aret.CA 1.1.20
•tb. fem. ἡ διάχριστος: στοματικὴ διάχριστος Androm. en Gal.12.938, gener. en plu., Archig. en Gal.12.1000, Asclep. en Gal.12.947, Androm. en Gal.12.943.
Greek (Liddell-Scott)
διάχριστος: -ον, κεχρισμένος, ἀληλιμμένος, Διοσκ. 1. 34· τὸ διάχριστον = διάχρισμα, Γαλην.
Greek Monolingual
διάχριστος, -ον (AM)
1. αλειμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το διάχριστον
αλοιφή.
German (Pape)
besalbt, Sp.; τὸ διάχριστον, auch ἡ διάχριστος, Salbe, Galen.