σπουδάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "<b class="b3">πρός τινα</b>" to "πρός τινα")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσπούδασα</i>, παρακ. <i>ἐσπούδακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσπουδάσθην</i>, παρακ. <i>ἐσπούδασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[σπεύδω]], επείγομαι·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι απασχολημένος, [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]], είμαι [[πρόθυμος]], [[επιμελούμαι]], διακατέχομαι από ζήλο, [[επιδεικνύω]] [[θέρμη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[σπουδάζω]] [[περί]] τινος ή <i>τι</i>, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Δημ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σπουδάζω]] [[πρός]] τινα, είμαι απασχολημένος με κάποιον, σε Πλάτ.· [[σπουδάζω]] [[περί]] τινα, είμαι [[ανήσυχος]], [[ενδιαφέρομαι]] για την [[επιτυχία]] του, [[ενεργώ]] για [[χάρη]] κάποιου, σε Ξεν.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ. είμαι [[σπουδαίος]], [[σοβαρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐσπουδακότι προσώπῳ</i>, έχοντας σοβαρή [[έκφραση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω οτιδήποτε βιαστικά ή [[πρόθυμα]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., επιδιώκομαι με ζήλο, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ιδίως]], σε μτχ. παρακ., [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., λέγεται επίσης, για πρόσωπα, αντιμετωπίζομαι με σεβασμό, είμαι [[σεβαστός]], σε Αριστ. κ.λπ.
|lsmtext='''σπουδάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσπούδασα</i>, παρακ. <i>ἐσπούδακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσπουδάσθην</i>, παρακ. <i>ἐσπούδασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[σπεύδω]], επείγομαι·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι απασχολημένος, [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]], είμαι [[πρόθυμος]], [[επιμελούμαι]], διακατέχομαι από ζήλο, [[επιδεικνύω]] [[θέρμη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[σπουδάζω]] [[περί]] τινος ή <i>τι</i>, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Δημ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σπουδάζω]] [[πρός]] τινα, είμαι απασχολημένος με κάποιον, σε Πλάτ.· [[σπουδάζω]] [[περί]] τινα, είμαι [[ανήσυχος]], [[ενδιαφέρομαι]] για την [[επιτυχία]] του, [[ενεργώ]] για [[χάρη]] κάποιου, σε Ξεν.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ. είμαι [[σπουδαίος]], [[σοβαρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐσπουδακότι προσώπῳ</i>, έχοντας σοβαρή [[έκφραση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω οτιδήποτε βιαστικά ή [[πρόθυμα]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., επιδιώκομαι με ζήλο, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ιδίως]], σε μτχ. παρακ., [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., λέγεται επίσης, για πρόσωπα, αντιμετωπίζομαι με σεβασμό, είμαι [[σεβαστός]], σε Αριστ. κ.λπ.
}}
}}
{{ls
{{ls