δίκρανο: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(9)
 
lsj>Spiros
m (Text replacement - "Ancient Greek: δίκρανον" to "Ancient Greek: ἄγκυρα, δίκρανον, ἀγκύρισμα, δικράνιον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[δίκρανος]], -ον)<br /><b>1.</b> το [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καυδιανά δίκρανα» — στενό [[πέρασμα]] στο Καύδιο [[μεταξύ]] της Καμπανιάς και της χώρας τών Σαμνιτών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] βρύου<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μεταβολών του βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διέρχεται υπό τα καυδιανά δίκρανα», «περνάει από τα καυδιανά δίκρανα» — αναγκάζεται να δεχθεί ταπεινωτικούς όρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δικέφαλος]]<br /><b>2.</b> χωρισμένος στα δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου [[δίκρανος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]). Ο νεοελλ. τ. [[δικράνι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>δικράνιον</i>, υποκοριστικό του αρχ. <i>δίκρανον</i>].
|mltxt=το (Α [[δίκρανος]], -ον)<br /><b>1.</b> το [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καυδιανά δίκρανα» — στενό [[πέρασμα]] στο Καύδιο [[μεταξύ]] της Καμπανιάς και της χώρας τών Σαμνιτών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] βρύου<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μεταβολών του βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διέρχεται υπό τα καυδιανά δίκρανα», «περνάει από τα καυδιανά δίκρανα» — αναγκάζεται να δεχθεί ταπεινωτικούς όρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δικέφαλος]]<br /><b>2.</b> χωρισμένος στα δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου [[δίκρανος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]). Ο νεοελλ. τ. [[δικράνι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>δικράνιον</i>, υποκοριστικό του αρχ. <i>δίκρανον</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[pitchfork]]===
Albanian: sfurk; Arabic: شوكة, مذراة; Armenian: եղան; Azerbaijani: yaba, beşbarmaq; Bashkir: һәнәк; Belarusian: ві́лы; Bulgarian: вила; Catalan: forca; Chamicuro: ashtoli; Chinese Mandarin: [[杈]], [[叉]]; Crimean Tatar: senek; Czech: vidle; Danish: høtyv, fork; Dutch: [[hooivork]], [[mestvork]], [[riek]]; Esperanto: forkego; Estonian: hang; Finnish: hanko, heinähanko, talikko; French: [[fourche]]; Friulian: forcje; Gagauz: diiren; Galician: forcada, galleta; German: [[Heugabel]], [[Mistgabel]]; Alemannic German: Furgge; Greek: [[δίκρανο]], [[δικράνι]], [[πιρούνα]]; Ancient Greek: [[ἄγκυρα]], [[δίκρανον]], [[ἀγκύρισμα]], [[δικράνιον]]; Hungarian: vasvilla; Icelandic: heygaffall; Ido: forko; Ingrian: hanko; Irish: píce; Italian: [[forcone]], [[forca]]; Japanese: ピッチフォーク; Komi-Zyrian: вила, лэбын; Latin: [[mergae]], [[furcilla]]; Lezgi: кьуьк; Luxembourgish: Mëschtgreef; Macedonian: вила; Mari Eastern Mari: шаньык; Western Mari: шеньӹк; Maricopa: chmaly; Mazanderani: لیفا; Mòcheno: gabel; Mongolian Cyrillic: өвсний сэрээ; Nogai: сенек; Northern Sami: háŋgu; Norwegian: fork, høygaffel; O'odham: cuaʼaknakud; Persian: هید, چنگک; Polish: widły; Portuguese: [[forcado]], [[forquilha]], [[garfo]]; Romanian: furcă; Russian: [[вилы]]; Serbo-Croatian Cyrillic: виле, рачве; Roman: vile, račve; Slovak: vidly; Slovene: vile; Spanish: [[bieldo]], [[horca]], [[forca]], [[bielgo]], [[aventador]], [[aviento]], [[bielda]], [[horquilla]], [[horqueta]], [[horcón]]; Swedish: högaffel, hötjuga; Tarifit: tazzart; Thai: คราด; Tibetan: ཁ་བྲག; Turkish: yaba, dirgen; Udmurt: вилка; Ukrainian: вила, ґаблі, габлі; Vietnamese: chĩa; Walloon: fotche, fonne; Welsh: picwarch, fforch wair
}}
}}

Revision as of 16:42, 3 October 2024

Greek Monolingual

το (Α δίκρανος, -ον)
1. το δικράνι
2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» — στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ της Καμπανιάς και της χώρας τών Σαμνιτών
νεοελλ.
1. ονομασία βρύου
2. μονάδα μεταβολών του βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού
3. φρ. «διέρχεται υπό τα καυδιανά δίκρανα», «περνάει από τα καυδιανά δίκρανα» — αναγκάζεται να δεχθεί ταπεινωτικούς όρους
αρχ.
1. ο δικέφαλος
2. χωρισμένος στα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίκρανος < δι- + -κρανος (βλ. λ. κρανίον). Ο νεοελλ. τ. δικράνι < μσν. δικράνιον, υποκοριστικό του αρχ. δίκρανον].

Translations

pitchfork

Albanian: sfurk; Arabic: شوكة, مذراة; Armenian: եղան; Azerbaijani: yaba, beşbarmaq; Bashkir: һәнәк; Belarusian: ві́лы; Bulgarian: вила; Catalan: forca; Chamicuro: ashtoli; Chinese Mandarin: , ; Crimean Tatar: senek; Czech: vidle; Danish: høtyv, fork; Dutch: hooivork, mestvork, riek; Esperanto: forkego; Estonian: hang; Finnish: hanko, heinähanko, talikko; French: fourche; Friulian: forcje; Gagauz: diiren; Galician: forcada, galleta; German: Heugabel, Mistgabel; Alemannic German: Furgge; Greek: δίκρανο, δικράνι, πιρούνα; Ancient Greek: ἄγκυρα, δίκρανον, ἀγκύρισμα, δικράνιον; Hungarian: vasvilla; Icelandic: heygaffall; Ido: forko; Ingrian: hanko; Irish: píce; Italian: forcone, forca; Japanese: ピッチフォーク; Komi-Zyrian: вила, лэбын; Latin: mergae, furcilla; Lezgi: кьуьк; Luxembourgish: Mëschtgreef; Macedonian: вила; Mari Eastern Mari: шаньык; Western Mari: шеньӹк; Maricopa: chmaly; Mazanderani: لیفا; Mòcheno: gabel; Mongolian Cyrillic: өвсний сэрээ; Nogai: сенек; Northern Sami: háŋgu; Norwegian: fork, høygaffel; O'odham: cuaʼaknakud; Persian: هید, چنگک; Polish: widły; Portuguese: forcado, forquilha, garfo; Romanian: furcă; Russian: вилы; Serbo-Croatian Cyrillic: виле, рачве; Roman: vile, račve; Slovak: vidly; Slovene: vile; Spanish: bieldo, horca, forca, bielgo, aventador, aviento, bielda, horquilla, horqueta, horcón; Swedish: högaffel, hötjuga; Tarifit: tazzart; Thai: คราด; Tibetan: ཁ་བྲག; Turkish: yaba, dirgen; Udmurt: вилка; Ukrainian: вила, ґаблі, габлі; Vietnamese: chĩa; Walloon: fotche, fonne; Welsh: picwarch, fforch wair