κάθαρση: Difference between revisions

m
Text replacement - "Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: κάθαρσις; Japanese: 浄化; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی‎, تخلیص‎, پالایش‎, پازش‎; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purifi...
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
m (Text replacement - "Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: κάθαρσις; Japanese: 浄化; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی‎, تخلیص‎, پالایش‎, پازش‎; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purifi...)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κάθαρσις]], Α και κόθαρσις) [[καθαίρω]]<br /><b>1.</b> [[καθαρμός]] από [[ενοχή]] ή [[μίασμα]], [[ηθικός]] [[εξαγνισμός]], [[τρόπος]] εξιλασμού από [[κάτι]] («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ [[κάθαρσις]] τοῖσι Λυδοῑσι καὶ τοῖσι Ἕλλησι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη δραματική [[τέχνη]]) η [[διέγερση]] αισθήματος οίκτου και ελέους στους θεατές με τα παθήματα του ήρωα τα οποία εξιστορούνται στην [[τραγωδία]] («δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[αποβολή]] βλαβερών χυμών και περιττών ουσιών από τον οργανισμό, [[φυσική]] ή με φάρμακα, σωματική [[κένωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθαρισμός]] ενός πράγματος από ξένες και περιττές ουσίες<br /><b>2.</b> η [[εκκαθάριση]] («η [[κάθαρση]] της κρατικής μηχανής από τους νοσταλγούς της ανωμαλίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Πλάτ.</b>) [[λύτρωση]], [[χωρισμός]] της ψυχής από το [[σώμα]] («κὰθαρσις δὲ... τὸ χωρίζειν ὅτι [[μάλιστα]] ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κλάδεμα]] τών δέντρων<br /><b>3.</b> ο [[καθαρισμός]], το [[κοσκίνισμα]] του σίτου<br /><b>4.</b> ο [[καθαρισμός]] της γης<br /><b>4.</b> [[αποσαφήνιση]], [[διευκρίνηση]].
|mltxt=η (AM [[κάθαρσις]], Α και [[κόθαρσις]]) [[καθαίρω]]<br /><b>1.</b> [[καθαρμός]] από [[ενοχή]] ή [[μίασμα]], [[ηθικός]] [[εξαγνισμός]], [[τρόπος]] εξιλασμού από [[κάτι]] («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ [[κάθαρσις]] τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἕλλησι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη δραματική [[τέχνη]]) η [[διέγερση]] αισθήματος οίκτου και ελέους στους θεατές με τα παθήματα του ήρωα τα οποία εξιστορούνται στην [[τραγωδία]] («δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[αποβολή]] βλαβερών χυμών και περιττών ουσιών από τον οργανισμό, [[φυσική]] ή με φάρμακα, σωματική [[κένωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθαρισμός]] ενός πράγματος από ξένες και περιττές ουσίες<br /><b>2.</b> η [[εκκαθάριση]] («η [[κάθαρση]] της κρατικής μηχανής από τους νοσταλγούς της ανωμαλίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Πλάτ.</b>) [[λύτρωση]], [[χωρισμός]] της ψυχής από το [[σώμα]] («κὰθαρσις δὲ... τὸ χωρίζειν ὅτι [[μάλιστα]] ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κλάδεμα]] τών δέντρων<br /><b>3.</b> ο [[καθαρισμός]], το [[κοσκίνισμα]] του σίτου<br /><b>4.</b> ο [[καθαρισμός]] της γης<br /><b>4.</b> [[αποσαφήνιση]], [[διευκρίνηση]].
}}
{{trml
|trtx====[[purification]]===
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: [[使純淨]], [[使纯净]], [[使潔淨]], [[使洁净]], [[純化]], [[纯化]]; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: [[purification]]; Galician: purificación; German: [[Reinigung]]; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[εξαγνισμός]], [[κάθαρση]], [[καθαρμός]]; Ancient Greek: [[ἁγισμός]], [[ἁγιστία]], [[ἁγνεία]], [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἀνακάθαρσις]], [[ἀποδιϋλισμός]], [[ἀποκάθαρσις]], [[ἀπόπλυνσις]], [[ἀπόρρυψις]], [[ἀφαγνισμός]], [[ἀφοσίωμα]], [[ἀφοσίωσις]], [[διύλισις]], [[διυλισμός]], [[ἐκκάθαρσις]], [[ἔκνιψις]], [[ἐξάγισις]], [[ἐξάλειψις]], [[ἐπικάθαρσις]], [[καθαρισμός]], [[κάθαρμα]], [[καθαρμός]], [[κάθαρσις]], [[κόθαρσις]], [[ὁσίωσις]], [[περικάθαρμα]], [[περικαθαρμός]], [[περικάθαρσις]], [[ῥύψις]]; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: [[purificazione]]; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purificação]]; Romanian: purificare, curățire; Russian: [[очистка]], [[очищение]], [[пурификация]]; Spanish: [[fundición]], [[purificación]], [[limpia]]; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas
}}
}}