κεραστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(20)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] mischend. – Adv., Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] [[mischend]]. – Adv., Suid.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:52, 31 October 2024

German (Pape)

[Seite 1422] mischend. – Adv., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς κέρασιν ὡς ποτόν, Λέων Ἰατρ., ἐν Anecdota Medica Gracea ὑπὸ Emmerin· ― κεραστικῶς, Ἐπίρρ., διὰ τρόπου κεραστικοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξει κεράς.

Greek Monolingual

κεραστικός, -ή, -όν (Α) κεραστής
αυτός που χρησιμεύει ως ποτό για κέρασμα.
επίρρ...
κεραστικῶς
αναμεμιγμένα.