lapidar: Difference between revisions
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(Created page with "{{esel |sltx=καταλεύειν, καταλεύω, καταλιθοῦν, καταλιθόω, λεύειν, λεύω, λιθάζω, λιθοβολέω, λιθοβολῶ, λιθοκοπέω, λιθοκοπῶ, λιθολευστέω, λιθολευστῶ, πετροβολέω, πετροβολῶ }}") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[καταλεύειν]], [[καταλεύω]], [[καταλιθοῦν]], [[καταλιθόω]], [[λεύειν]], [[λεύω]], [[λιθάζω]], [[λιθοβολέω]], [[λιθοβολῶ]], [[λιθοκοπέω]], [[λιθοκοπῶ]], [[λιθολευστέω]], [[λιθολευστῶ]], [[πετροβολέω]], [[πετροβολῶ]] | |sltx=[[καταλεύειν]], [[καταλεύω]], [[καταλιθάζω]], [[καταλιθοῦν]], [[καταλιθόω]], [[λεύειν]], [[λεύω]], [[λιθάζω]], [[λιθοβολέω]], [[λιθοβολῶ]], [[λιθοκοπέω]], [[λιθοκοπῶ]], [[λιθολευστέω]], [[λιθολευστῶ]], [[πετροβολέω]], [[πετροβολῶ]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 October 2024
Spanish > Greek
καταλεύειν, καταλεύω, καταλιθάζω, καταλιθοῦν, καταλιθόω, λεύειν, λεύω, λιθάζω, λιθοβολέω, λιθοβολῶ, λιθοκοπέω, λιθοκοπῶ, λιθολευστέω, λιθολευστῶ, πετροβολέω, πετροβολῶ