λιθοβολέω
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
pelt with stones, stone, LXX Le.20.2, al., D.S.17.41, Ev.Matt.21.35, Plu.2.1011e:—Pass., LXX Ex.8.26(22).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen werfen, steinigen, Plut. qu. Plat. 10, 7; LXX u. N.T.
French (Bailly abrégé)
λιθοβολῶ :
lapider.
Étymologie: λιθοβόλος.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοβολέω: побивать камнями (τινα Plut., NT).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοβολέω: ῥίπτω λίθους, χτυπῶ μὲ λίθους, λιθοβολῶ, Πλούτ. 2. 1011Ε, Ἑβδ., Καιν. Διαθ. - Παθ., αὐτόθι, Ἐτυμολ. Μέγ. 561. 52.
English (Strong)
from a compound of λίθος and βάλλω; to throw stones, i.e. lapidate: stone, cast stones.
English (Thayer)
λιθοβόλω; imperfect 3rd person plural ἐλιθοβόλουν; 1st aorist ἐλιθοβόλησα; passive, present λιθοβολοῦμαι; 1future λιθοβοληθήσομαι; (λιθοβόλος, and this from λίθος and βάλλω (cf. Winer's Grammar, 102 (96); 25,26)); the Sept. for סָקַל and רָגַם; equivalent to λιθάζω (which see), to stone; i. e.
a. to kill by stoning, to stone (of a species of punishment, see λιθάζω): τινα, to pelt with stones: τινα, ); Diodorus 17,41, 8); Plutarch, mor., p. 1011e.)
Greek Monotonic
λῐθοβολέω: ρίχνω πέτρες, λιθοβολώ, σε Καινή Διαθήκη
Greek Monolingual
(AM λιθοβολῶ, λιθοβολέω) λιθοβόλος
ρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ (α. «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους», ΚΔ
β. «Τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις», ΠΔ.).
Middle Liddell
λῐθοβολέω,
to pelt with stones, stone, NTest. [from λῐθοβόλος]
Chinese
原文音譯:liqobolšw 利拖-波累哦
詞類次數:動詞(9)
原文字根:石-投 相當於: (סָקַל)
字義溯源:拋石頭,用石頭打死,投石頭打,被石頭打;由(λίθος)*=石)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(8);太(2);路(1);約(1);徒(3);來(1)
譯字彙編:
1) 用石頭打(3) 太21:35; 徒7:58; 徒14:5;
2) 用石頭打死(3) 太23:37; 路13:34; 約8:5;
3) 也要用石頭打死(1) 來12:20;
4) 被石頭打(1) 徒7:59
Translations
stone
Arabic: رَجَمَ; Armenian: քարկոծել; Azerbaijani: daşlamaq; Breton: labezañ, meinata; Bulgarian: пребивам с камъни; Catalan: apedregar, lapidar; Czech: kamenovat, ukamenovat; Danish: stene; Dutch: stenigen; Esperanto: ŝtonmortigi; Faroese: steina; Finnish: kivittää; French: lapider; Galician: lapidar, apedrar, acoiar, acantazar; German: steinigen; Ancient Greek: καταλεύειν, καταλεύω, καταλιθάζω, καταλιθοῦν, καταλιθόω, καταπετρόω, λεύειν, λεύω, λιθάζω, λιθοβολέω, λιθοβολῶ, λιθοκοπέω, λιθοκοπῶ, λιθολευστέω, λιθολευστῶ, πετροβολέω, πετροβολῶ; Hindi: संगसार करना; Hungarian: megkövez; Interlingua: lapidar; Irish: cloch; Italian: lapidare; Khmer: ចោលដុំថ្ម; Latin: lapido; Macedonian: каменува; Nahuatl: motla, tehuia; Norman: lapider; Norwegian: steine; Occitan: lapidar; Old English: stǣnan, hǣnan, ġehǣnan; Persian: سنگسار کردن; Polish: kamienować, ukamienować; Portuguese: apedrejar, lapidar; Quechua: chanqiyay, ch'aqiy; Slovak: kameňovať, ukameňovať; Spanish: lapidar, apedrear; Swahili: piga mawe; Swedish: stena; Turkish: taşlamak; Welsh: llabyddio