δισσογραφούμαι: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(9) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δισσογραφοῦμαι και διττογραφοῦμαι ([[διττογραφέομαι]]) (Α)<br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> γράφομαι με δύο τρόπους<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) <i>το δισσογραφούμενον</i><br />[[λέξη]] ή [[φράση]] αρχαίου κειμένου που απαντά με δύο διαφορετικές γραφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> <i>γραφούμαι</i> <span style="color: red;"><</span> -[[γράφος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:29, 4 November 2024
Greek Monolingual
δισσογραφοῦμαι και διττογραφοῦμαι (διττογραφέομαι) (Α)
1. γραμμ. γράφομαι με δύο τρόπους
2. (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) το δισσογραφούμενον
λέξη ή φράση αρχαίου κειμένου που απαντά με δύο διαφορετικές γραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γραφούμαι < -γράφος.