3,273,036
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katoryks | |Transliteration C=katoryks | ||
|Beta Code=katw=ruc | |Beta Code=katw=ruc | ||
|Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]) < | |Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[dug out]], [[quarried]], <b class="b3">ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</b> (as if from [[κατωρυχής]]) Od.6.267, cf. 9.185; λίθοι κ. Poll.7.123; <b class="b3">τὴν κατώρυγα</b> (sic) [[θεμελίωσιν]] foundation [[of quarried stone]], Ph.Byz.''Mir.''6.2.<br><span class="bld">2</span> [[excavated]], [[hewn out]], <b class="b3">ἐκ κατώρυχος στέγης</b>, of a rock tomb, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1100; οἰκήματα κ. D.C.56.11.<br><span class="bld">II</span> [[underground]], κατώρυχες δ' ἔναιον [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''452.<br><span class="bld">2</span> [[beneath the horizon]], ([[ἄστρα]]) Arat.510.<br><span class="bld">III</span> Subst. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[cavern]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''774; <b class="b3">χρυσοῦ κατώρυχες</b> treasure [[caves]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1002, cf. Max.Tyr.6.3.<br><span class="bld">2</span> [[rooting branch]], Str.15.1.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> [[enfoui en terre]];<br /><b>2</b> situé sous | |btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> [[enfoui en terre]];<br /><b>2</b> [[situé sous terre]] : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; [[κατῶρυξ]] [[στέγη]] SOPH abri souterrain;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> [[excavation]] ; souterrain, caverne;<br /><b>2</b> [[chambre souterraine pour le dépôt d'un trésor]].<br />'''Étymologie:''' [[κατορύσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[κατῶρυξ]], -ώρυχος και [[κατωρυχής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο [[έδαφος]] [[μόλις]] αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («[[ἀγορή]]... λάεσσι κατωρυχέεσσ' | |mltxt=ο, η (Α [[κατῶρυξ]], -ώρυχος και [[κατωρυχής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο [[έδαφος]] [[μόλις]] αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («[[ἀγορή]]... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης ἄνες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]] στο [[έδαφος]] («κατώρυχες δ' ἔναιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κατῶρυξ]]<br />α) [[σπήλαιο]] («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) κρυμμένος [[θησαυρός]] («χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |