Anonymous

κατῶρυξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoryks
|Transliteration C=katoryks
|Beta Code=katw=ruc
|Beta Code=katw=ruc
|Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dug out]], [[quarried]], <b class="b3">ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</b> (as if from [[κατωρυχής]]) <span class="bibl">Od.6.267</span>, cf. <span class="bibl">9.185</span>; λίθοι κ. <span class="bibl">Poll.7.123</span>; <b class="b3">τὴν κατώρυγα</b> (sic) [[θεμελίωσιν]] foundation [[of quarried stone]], <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>6.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[excavated]], [[hewn out]], <b class="b3">ἐκ κατώρυχος στέγης</b>, of a rock tomb, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1100</span>; οἰκήματα κ. <span class="bibl">D.C.56.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[underground]], κατώρυχες δ' ἔναιον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>452</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[beneath the horizon]], ([[ἄστρα]]) <span class="bibl">Arat.510</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Subst. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[cavern]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>774</span>; <b class="b3">χρυσοῦ κατώρυχες</b> treasure [[caves]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1002</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.6.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[rooting branch]], <span class="bibl">Str.15.1.21</span>.</span>
|Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[dug out]], [[quarried]], <b class="b3">ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</b> (as if from [[κατωρυχής]]) Od.6.267, cf. 9.185; λίθοι κ. Poll.7.123; <b class="b3">τὴν κατώρυγα</b> (sic) [[θεμελίωσιν]] foundation [[of quarried stone]], Ph.Byz.''Mir.''6.2.<br><span class="bld">2</span> [[excavated]], [[hewn out]], <b class="b3">ἐκ κατώρυχος στέγης</b>, of a rock tomb, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1100; οἰκήματα κ. D.C.56.11.<br><span class="bld">II</span> [[underground]], κατώρυχες δ' ἔναιον [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''452.<br><span class="bld">2</span> [[beneath the horizon]], ([[ἄστρα]]) Arat.510.<br><span class="bld">III</span> Subst. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[cavern]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''774; <b class="b3">χρυσοῦ κατώρυχες</b> treasure [[caves]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1002, cf. Max.Tyr.6.3.<br><span class="bld">2</span> [[rooting branch]], Str.15.1.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> [[enfoui en terre]];<br /><b>2</b> situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; [[κατῶρυξ]] [[στέγη]] SOPH abri souterrain;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> [[excavation]] ; souterrain, caverne;<br /><b>2</b> [[chambre souterraine pour le dépôt d'un trésor]].<br />'''Étymologie:''' [[κατορύσσω]].
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> [[enfoui en terre]];<br /><b>2</b> [[situé sous terre]] : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; [[κατῶρυξ]] [[στέγη]] SOPH abri souterrain;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> [[excavation]] ; souterrain, caverne;<br /><b>2</b> [[chambre souterraine pour le dépôt d'un trésor]].<br />'''Étymologie:''' [[κατορύσσω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[κατῶρυξ]], -ώρυχος και [[κατωρυχής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο [[έδαφος]] [[μόλις]] αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («[[ἀγορή]]... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης ἄνες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]] στο [[έδαφος]] («κατώρυχες δ' ἔναιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κατῶρυξ]]<br />α) [[σπήλαιο]] («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) κρυμμένος [[θησαυρός]] («χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]].
|mltxt=ο, η (Α [[κατῶρυξ]], -ώρυχος και [[κατωρυχής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο [[έδαφος]] [[μόλις]] αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («[[ἀγορή]]... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης ἄνες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]] στο [[έδαφος]] («κατώρυχες δ' ἔναιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κατῶρυξ]]<br />α) [[σπήλαιο]] («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) κρυμμένος [[θησαυρός]] («χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm