3,274,522
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ῑ̓ᾰ́ομαι | ||
|Medium diacritics=ἰάομαι | |Medium diacritics=ἰάομαι | ||
|Low diacritics=ιάομαι | |Low diacritics=ιάομαι | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iaomai | |Transliteration C=iaomai | ||
|Beta Code=i)a/omai | |Beta Code=i)a/omai | ||
|Definition=imper. [[ἰῶ]] (v. infr.), Ion. inf. < | |Definition=imper. [[ἰῶ]] (v. infr.), Ion. inf.<br><span class="bld">A</span> [[ἰᾶσθαι]] Hp.''Loc.Hom.''24 ([[ἰῆσθαι]] [[varia lectio|v.l.]] in Id.''Morb.Sacr.''13), Cypr. ἰjᾶσθαι ''Inscr.Cypr.''135.3H.: fut. ἰάσομαι E.''HF''1107, Aeschin.3.69; Ion. and Ep. [[ἰήσομαι]] Od.9.525, Archil. 13, (ἐξ-) Hp.''Morb.''1.6: aor. ἰασάμην E.''Fr.''1072, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]''89a; Ion. [[ἰησάμην]] Il.5.899, Hp.''Int.''2:—Pass.(v. infr.). <b class="b3">[ῑ-</b> in Hom., etc.; also ῐ, E.''Hipp.''597]:—[[heal]], [[cure]], in pres. and impf., [[attempt to cure]], [[treat]], of persons or bodies, etc., τινα Il.12.2, [[Herodotus|Hdt.]]3.134, etc.; τοὺς κάμνοντας Pl.''Plt.''299a, cf. 293b; ὀφθαλμόν Od.9.525; τὸ σῶμα S.''Tr.''1210: abs., Od.9.520, Il.5.899: [[proverb|prov.]], ὁ τρώσας ἰάσεται ''Mantiss.Prov.''2.28.<br><span class="bld">2</span> [[cure]], [[treat]], of [[disease]]s, νόσους Pi.''P.''3.46, cf. E.''Hipp.''597, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]''340e, ''Chrm.''156b, etc.; σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα [[Herodotus|Hdt.]]7.181: metaph., [[remedy]], [[δύσγνοια]]ν ἰᾶσθαι, [[ἀδικίαν ἰᾶσθαι]] = [[remedy an injustice]], E.''HF''1107, ''Or.''650; ἀτυχίας Isoc.6.101; δωροδόκημα Aeschin.3.69; ἀσάφειαν Arr.''Tact.''1.3: [[proverb|prov.]], [[μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ]], i.e. [[do not make bad worse]], [[Herodotus|Hdt.]]3.53, cf. Th.5.65; μὴ κακοῖς ἰῶ κακά A.''Fr.''349; κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακά [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''77: abs., οὔτε τι γὰρ κλαίων ἰήσομαι Archil.13.<br><span class="bld">3</span> [[cure the effects of]], [[counteract]], ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Plu.2.653a.<br><span class="bld">4</span> [[repair]], τὸ βλαβέν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''933e; τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην Id.''Smp.''191d; θυσιαστήριον [[LXX]] ''3 Ki.''18.32; δίκελλαν Lib.''Decl.''27.3.<br><span class="bld">II</span> Act. only aor.1 ἰάσαμεν Gal.10.453; part. [[ἰάσαντες]] Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1236: aor. ἰάθην is always Pass., [[be healed]], [[recover]], And.2.9, ''AP''6.330 (Aeschin.), ''IG''4.951.113(Epid.), etc.; ἀπὸ τῶν νόσων ''Ev.Luc.''6.17; Ion. [[ἰήθην]] Hp.''Mul.''1.3, ''Int.''1: fut. ἰαθήσομαι Luc.''Asin.''14, ''Gp.''12.25.3, Gal.10.377; [[ἰάσομαι]] Aristid.2.317 J.: pf. [[ἴαμαι]] ''Ev.Marc.''5.29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἰώμην, <i>f.</i> ἰάσομαι, <i>ao.</i> ἰασάμην, <i>pf.</i> [[ἴαμαι]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ἰαθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἰάθην]], <i>pf.</i> [[ἴαμαι]];<br /><b>1</b> [[soigner]], [[guérir]], acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> [[être guéri]], [[délivré d'un mal]].<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=fut. ἰάσομαι, ion. und ep. [[ἰήσομαι]], dep. med., <i>[[heilen]]</i>; ἰᾶτ' Εὐρύπυλον βεβλημένον <i>Il</i>. 12.2; τὸν – εὖ ἰησάμενοι <i>Od</i>. 19.459; ὀφθαλμόν 9.525; [[absolut]], 520; νόσους ἰᾶσθαι Pind. <i>P</i>. 3.46; μὴ κακοῖς ἰῶ κακά Aeschyl. frg. <i>B.A</i>. 48, was [[sprichwörtlich]] [[geworden]], vgl. Soph. frg. 98, Her. 3.53, Thuc. 5.65; [[πῶς]] σῶμ' ἂν [[ἰῴμην]] τὸ σόν Soph. <i>Tr</i>. 1200; νόσον Eur. <i>Hipp</i>. 597; δύσγνοιαν <i>Herc.Fur</i>. 1107, wie ἀδικίαν, <i>gut [[machen]], Or</i>. 649; vgl. Archil. 53; νόσον ἀρχαίαν Ar. <i>Vesp</i>. 651; in [[Prosa]], ὥς μιν ἰώμενος ὑγιέα ἀπέδεξε Her. 3.134; τὰ ἕλκεα 7.181; ἰώμενος [[μεῖζον]] τὸ [[νόσημα]] ποιῶ Plat. <i>Prot</i>. 341c; τοὺς ὀφθαλμούς <i>Charm</i>. 156b; τοὺς κάμνοντας <i>Polit</i>. 299a; τὸ [[βλαβέν]] <i>Legg</i>. XI.933e; τὴν φύσιν ἀνθρωπίνην <i>Symp</i>. 191d; übertragen, σφαγὰς καὶ ἀνομίας ἰάσασθαι Isocr. 4.114; [[ὀρθῶς]] ἰασόμενοι τὸ Δημοσθένους [[δωροδόκημα]] Aesch. 3.69; ἰᾶσθαι δὲ ῥᾷστόν ἐστι παντὸς τὰς πρώτας ἐπιβολάς Pol. 3.7.7. – Den aor. pass. ἰαθῆναι hat Andoc. 2.9; Plat. <i>Symp</i>. 189d; [[ἰαθήσομαι]], Matth. 8.8; auch ἴαται perf., Marc. ev. 5.29.<br>[In der <i>Anth</i>. findet sich ι auch kurz [[gebraucht]], wie Eur. <i>Hipp</i>. 592, s. die abgeleiteten [[Wörter]].] | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰάομαι:''' (ῑ, ῐ у Eur. Hipp. 597; fut. ἰάσομαι с ᾱσ - ион. [[ἰήσομαι]], aor. ἰᾱσάμην - ион. [[ἰησάμην]], pf. ἴᾱμαι; pass.: aor. [[ἰάθην]], fut. ἰᾱθήσομαι, pf. ἴᾱμαι)<br /><b class="num">1</b> [[лечить]] (τινα βεβλημένον Hom.; νόσους Pind.; ἕλκεα Her.; τοὺς κάμνοντας Plat.; τὸ [[σῶμα]] Soph.; Μούσαις τὸν ἔρωτα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исцелять]], [[оздоровлять]] (τὴν φύσιν ἀνθρωπίνην Plat.; τινα ἀπὸ τῆς μάστιγος NT); pass. выздоравливать ([[βραδέως]] ἰαθῆναι Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[исправлять]], [[искупать]], [[возмещать]], [[заглаживать]] (τὸ [[βλαβέν]] Plat.; δύσγνοιαν, ἀδικίαν Eur.; σφαγὰς καὶ ἀνομίας Isocr.): μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ погов. Her., Thuc. не исправляй беду бедою, т. е. не ухудшай того, что и так плохо. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰάομαι''': προστ. ἰῶ, ἴδε κατωτ., Ἰων. ἀπαρ. ἰῆσθαι Ἱππ. 308. 38: μέλλ. ἰάσομαι, Εὐρ., κλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰήσομαι, Ὀδ., Ἱππ.: ἀόρ. ἰασάμην, Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. ἰησάμην, Ἰλ., κτλ.· - περὶ τοῦ Παθ. ἴδε κατωτ.· - ῑᾱ- παρ’ Ὁμ. κτλ.· βραδύτερον καὶ ῐ, Εὐρ. Ἱππ. 597, Ἀνθ.. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἀμφίβολος]]). Ἰατρεύω, [[θεραπεύω]] τινὰ Ἰλ. Ν. 2· ὀφθαλμὸν Ὀδ. Ι. 525· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 520, Ἰλ. Ε. 899· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 134, κτλ.· ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας Πλάτ. Πολιτικ. 299Α· τὸ [[σῶμα]] Σοφ. Τρ. 1210· τὸ [[σῶμα]] τῶν παθῶν, θεραπεύειν αὐτὸ ἐκ τῶν παθῶν, Κλήμ. Ἀλ. 559. 2) νόσους ἰᾶσθαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἰατρῶν, Πινδ. Π. 3. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 597, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· - μεταφ., δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1107, Ὀρ. 649, πρβλ. Ἰσοκρ. 136Ε, Αἰσχίν. 63. 31· ἰ. δίκελλαν, ἐπισκευάζειν, Λιβάν. 4. 613· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μὴ ποίει τὸ κακὸν χειρότερον, Ἡρόδ. 3. 53, πρβλ. Θουκ. 5. 65· μὴ κακοῖς ἰῶ κακὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 417· κακοῖς [[ὅταν]] θέλωσιν ἰᾶσθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 98. 3) [[θεραπεύω]] τὰ ἀποτελέσματα δηλητηρίου, ἐνεργῶ ὡς [[ἀντιφάρμακον]], [[ἄκρατος]] ἰ. τὸ [[κώνειον]] Πλούτ. 2. 653Α. ΙΙ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐνεργ. ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν., ἰάσουσα, Νικήτ. Εὐγ. 3. 148, ἰάσαμεν, Γαλην.· - ὁ ἀόρ. ἰάθην [[εἶναι]] ἀείποτε Παθ., ἐθεραπεύθην, «ἀνέλαβα», Ἀνδοκ. 20. 46, Ἀνθολ. Π. 6. 330, Γαλην., Καιν. Δ.· Ἰων. ἰήθην, Ἱππ. 532. 42· οὕτω μέλλ. ἰαθήσομαι, Λουκ. Ὄν. 14, Γεωπ.· ἰάσομαι, Ἀριστείδ. 2. 317: πρκμ. ἴᾱμαι, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 29. | |lstext='''ἰάομαι''': προστ. ἰῶ, ἴδε κατωτ., Ἰων. ἀπαρ. ἰῆσθαι Ἱππ. 308. 38: μέλλ. ἰάσομαι, Εὐρ., κλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰήσομαι, Ὀδ., Ἱππ.: ἀόρ. ἰασάμην, Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. ἰησάμην, Ἰλ., κτλ.· - περὶ τοῦ Παθ. ἴδε κατωτ.· - ῑᾱ- παρ’ Ὁμ. κτλ.· βραδύτερον καὶ ῐ, Εὐρ. Ἱππ. 597, Ἀνθ.. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἀμφίβολος]]). Ἰατρεύω, [[θεραπεύω]] τινὰ Ἰλ. Ν. 2· ὀφθαλμὸν Ὀδ. Ι. 525· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 520, Ἰλ. Ε. 899· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 134, κτλ.· ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας Πλάτ. Πολιτικ. 299Α· τὸ [[σῶμα]] Σοφ. Τρ. 1210· τὸ [[σῶμα]] τῶν παθῶν, θεραπεύειν αὐτὸ ἐκ τῶν παθῶν, Κλήμ. Ἀλ. 559. 2) νόσους ἰᾶσθαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἰατρῶν, Πινδ. Π. 3. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 597, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· - μεταφ., δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1107, Ὀρ. 649, πρβλ. Ἰσοκρ. 136Ε, Αἰσχίν. 63. 31· ἰ. δίκελλαν, ἐπισκευάζειν, Λιβάν. 4. 613· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μὴ ποίει τὸ κακὸν χειρότερον, Ἡρόδ. 3. 53, πρβλ. Θουκ. 5. 65· μὴ κακοῖς ἰῶ κακὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 417· κακοῖς [[ὅταν]] θέλωσιν ἰᾶσθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 98. 3) [[θεραπεύω]] τὰ ἀποτελέσματα δηλητηρίου, ἐνεργῶ ὡς [[ἀντιφάρμακον]], [[ἄκρατος]] ἰ. τὸ [[κώνειον]] Πλούτ. 2. 653Α. ΙΙ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐνεργ. ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν., ἰάσουσα, Νικήτ. Εὐγ. 3. 148, ἰάσαμεν, Γαλην.· - ὁ ἀόρ. ἰάθην [[εἶναι]] ἀείποτε Παθ., ἐθεραπεύθην, «ἀνέλαβα», Ἀνδοκ. 20. 46, Ἀνθολ. Π. 6. 330, Γαλην., Καιν. Δ.· Ἰων. ἰήθην, Ἱππ. 532. 42· οὕτω μέλλ. ἰαθήσομαι, Λουκ. Ὄν. 14, Γεωπ.· ἰάσομαι, Ἀριστείδ. 2. 317: πρκμ. ἴᾱμαι, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 29. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ῑάομαι | |sltr=<b>ῑάομαι</b> [[heal]] καί ῥά μιν [[πόρε]] Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰάομαι:''' προστ. <i>ἰῶ</i>, μέλ. ἰάσομαι [ᾱ], Ιων. [[ἰήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἰᾱσάμην</i>, Ιων. [[ἰησάμην]] — Παθ., βλ. κατωτ. (<i>ῑᾱ</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[έπειτα]] επίσης <i>ῐ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>ἀδικίαν ἰᾶσθαι</i>, σε Ευρ.· παροιμ., <i>μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ</i>, δηλ. μην κάνεις το [[κακό]] χειρότερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αόρ. αʹ [[ἰάθην]] [ᾱ] [[πάντοτε]] Παθ., γιατρεύομαι, [[ανανήφω]], [[επανακάμπτω]], σε Ανδοκ., Κ.Δ.· ομοίως, παρακ. <i>ἴᾱμαι</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἰάομαι:''' προστ. <i>ἰῶ</i>, μέλ. ἰάσομαι [ᾱ], Ιων. [[ἰήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἰᾱσάμην</i>, Ιων. [[ἰησάμην]] — Παθ., βλ. κατωτ. (<i>ῑᾱ</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[έπειτα]] επίσης <i>ῐ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>ἀδικίαν ἰᾶσθαι</i>, σε Ευρ.· παροιμ., <i>μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ</i>, δηλ. μην κάνεις το [[κακό]] χειρότερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αόρ. αʹ [[ἰάθην]] [ᾱ] [[πάντοτε]] Παθ., γιατρεύομαι, [[ανανήφω]], [[επανακάμπτω]], σε Ανδοκ., Κ.Δ.· ομοίως, παρακ. <i>ἴᾱμαι</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 38: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[Pass., v. infr. [ῑᾱ Hom., etc. | |mdlsjtxt=[Pass., v. infr. [ῑᾱ Hom., etc.; [[later]] also ι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[heal]], [[cure]], Hom., etc.:— metaph., ἀδικίαν ἰᾶσθαι Eur.: [[proverb]]., μὴ τῶι κακῶι τὸ κακὸν ἰῶ, i. e. do not make bad [[worse]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> the aor1 [[ἰάθην]] [ᾱ] is [[always]] [[pass]]., to be healed, to [[recover]], Andoc., NTest.; so perf. ἴᾱμαι NTest. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 48: | Line 51: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':„£omai 衣阿哦買<br />'''詞類次數''':動詞(28)<br />'''原文字根''':治愈 相當於: ([[רָפָא]]‎)<br />'''字義溯源''':治好*,醫治,痊愈,治好,好了,醫好。這字意為:治好,醫治;而醫治者乃是神,藉著基督和使徒們表明出來。醫治總是與信心相連( 太8:8-13; 15:28; 可5:29; 路5:17-20; 17:15)。參讀 ([[ἀντιλαμβάνω]])同義字比較: ([[θεραπεύω]])=服侍,醫治<br />'''同源字''':1) ([[ἴαμα]])醫治 2) ([[ἰάομαι]])治好 3) ([[ἴασις]])治療 4) ([[ἰατρός]])醫生<br />'''出現次數''':總共(28);太(4);可(1);路(12);約(3);徒(5);來(1);雅(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 醫治(5) 路4:18; 路5:17; 路9:2; 約4:47; 徒9:34;<br />2) 我⋯醫治(3) 太13:15; 約12:40; 徒28:27;<br />3) 治好了(3) 路9:42; 路22:51; 徒28:8;<br />4) 好了(3) 太8:13; 太15:28; 可5:29;<br />5) 痊愈(1) 來12:13;<br />6) 醫好(1) 徒10:38;<br />7) 你們可得醫治(1) 雅5:16;<br />8) 你們得了醫治(1) 彼前2:24;<br />9) 他⋯治好了(1) 路14:4;<br />10) 得治愈的(1) 徒3:11;<br />11) 醫好的人(1) 約5:13;<br />12) 必好了(1) 路7:7;<br />13) 醫好了(1) 路6:19;<br />14) 得醫治(1) 路8:47;<br />15) 醫治了(1) 路9:11;<br />16) 已好了(1) 路17:15;<br />17) 就必好了(1) 太8:8;<br />18) 得著醫治(1) 路6:17 | |sngr='''原文音譯''':„£omai 衣阿哦買<br />'''詞類次數''':動詞(28)<br />'''原文字根''':治愈 相當於: ([[רָפָא]]‎)<br />'''字義溯源''':治好*,醫治,痊愈,治好,好了,醫好。這字意為:治好,醫治;而醫治者乃是神,藉著基督和使徒們表明出來。醫治總是與信心相連( 太8:8-13; 15:28; 可5:29; 路5:17-20; 17:15)。參讀 ([[ἀντιλαμβάνω]])同義字比較: ([[θεραπεύω]])=服侍,醫治<br />'''同源字''':1) ([[ἴαμα]])醫治 2) ([[ἰάομαι]])治好 3) ([[ἴασις]])治療 4) ([[ἰατρός]])醫生<br />'''出現次數''':總共(28);太(4);可(1);路(12);約(3);徒(5);來(1);雅(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 醫治(5) 路4:18; 路5:17; 路9:2; 約4:47; 徒9:34;<br />2) 我⋯醫治(3) 太13:15; 約12:40; 徒28:27;<br />3) 治好了(3) 路9:42; 路22:51; 徒28:8;<br />4) 好了(3) 太8:13; 太15:28; 可5:29;<br />5) 痊愈(1) 來12:13;<br />6) 醫好(1) 徒10:38;<br />7) 你們可得醫治(1) 雅5:16;<br />8) 你們得了醫治(1) 彼前2:24;<br />9) 他⋯治好了(1) 路14:4;<br />10) 得治愈的(1) 徒3:11;<br />11) 醫好的人(1) 約5:13;<br />12) 必好了(1) 路7:7;<br />13) 醫好了(1) 路6:19;<br />14) 得醫治(1) 路8:47;<br />15) 醫治了(1) 路9:11;<br />16) 已好了(1) 路17:15;<br />17) 就必好了(1) 太8:8;<br />18) 得著醫治(1) 路6:17 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=[[ἰῶμαι]] (=[[γιατρεύω]]). Ἀμφίβολη ἡ ρίζα του. Ἴσως ἀπό ρίζα ϝι→ Θέμα ἰά + ομαι-[[ἰῶμαι]]. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ἰός]] (=[[δηλητήριο]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἴαμα]] (=[[γιατρικό]]), [[ἰαματικός]], [[ἰάσιμος]], [[ἴασις]], Ἰασώοῦς (=θεά τῆς θεραπείας καί τῆς ὑγείας), [[ἰατήρ]], [[ἰάτειρα]], [[ἰατήριον]] (=[[γιατρειά]]), [[ἰατής]], [[ἰατικός]], [[ἰατορία]] (=[[γιατρική]]), [[ἰατός]], [[εὐίατος]], [[δυσίατος]], [[ἀνίατος]] (=[[ἀγιάτρευτος]]), [[ἰατρεία]] (=[[γιατρειά]]), [[ἰατρεῖον]], [[ἰάτρευμα]], [[ἰάτρευσις]], [[ἰατρευτέον]], [[ἰατρεύω]], [[ἰατρός]], [[ἰατρικός]], [[ἰατρίσκος]] (ὑποκορ.), [[ἰάτωρ]] (=[[γιατρός]]). | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=[[curar]] como acción de Dios κ(ύρι)ε, X(ριστ)έ, υἱὲ καὶ λόγε τοῦ θ(εο)ῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἰασάμενος πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν <b class="b3">Señor, Cristo, Hijo y Palabra de Dios vivo, el que cura toda enfermedad y toda debilidad</b> C 5b 25 ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος κύριος ... ὁ ἰασάμενος τὴν πενθερὰν Πέτρου, ... ἴασαι τὴν φοροῦσαν τοῦτο τὸ θεῖον φυλακτήριον <b class="b3">Santo, Santo, Santo Señor, el que curó a la suegra de Pedro, cura a la que lleva este divino amuleto</b> C 18 7 SM 25 7 SM 30 3 | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[mederi]]'', to [[heal]], [[cure]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.65.2/ 5.65.2]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[heal]]=== | |||
Albanian: ngjallë, shëroj; Arabic: شَفَى; Armenian: բուժել; Aromanian: vindic; Azerbaijani: sağaltmaq; Belarusian: лячыць, вылечыць; Bulgarian: лекувам, излекувам, церя, изцерявам; Catalan: guarir, curar, remeiar, cicatritzar; Chinese Mandarin: 醫治, 医治; Czech: léčit, vyléčit, uzdravit; Dalmatian: medcur; Dutch: [[genezen]], [[helen]], [[beter maken]]; Finnish: parantaa; French: [[guérir]], [[assainir]]; Georgian: განკურნება, შეხორცება, მოკეთება; German: [[heilen]]; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: [[θεραπεύω]]; Ancient Greek: [[ἰάομαι]], [[θεραπεύω]]; Hebrew: שיפר \ שִׁפֵּר; Hungarian: gyógyít, meggyógyít, begyógyít; Ido: risanigar; Irish: cneasaigh; Italian: [[guarire]], [[sanare]]; Japanese: 癒す, 治す; Khmer: បន្សះ, ផ្សះ; Korean: 치료하다, 고치다; Latin: [[sano]], [[medico]], [[curo]], [[medeor]], [[salvo]]; Luxembourgish: heelen; Macedonian: лечи, излечи, лекува, излекува; Maori: whakamahu, haumanu, whakareka, whakaoraora, whakamātūtū; Norwegian: hele, kurere; Bokmål: helbrede; Old Church Slavonic Cyrillic: лѣчити; Persian: درمان کردن, شفا دادن, بهبود دادن; Polish: leczyć, wyleczyć, uzdrawiać, uzdrowić; Portuguese: [[curar]], [[sanar]], [[sarar]]; Quechua: allinyachiy, hampiy; Romanian: vindeca; Russian: [[лечить]], [[вылечить]], [[излечить]], [[исцелять]], [[исцелить]]; Serbo-Croatian Cyrillic: лечити, лијечити, излечити, лијечити, излијечити, целити, исцелити, цијелити, исцијелити, исцељивати, исцјељивати; Roman: léčiti, liječiti, izléčiti, izlijéčiti, céliti, iscéliti, cijéliti, iscijéliti, isceljívati, iscjeljívati; Slovak: liečiť, vyliečiť; Slovene: zdraviti, ozdraviti, pozdraviti; Sorbian Lower Sorbian: gójś, wustrowiś; Spanish: [[curar]], [[sanar]]; Swahili: kuponya; Swedish: läka; Turkish: iyileştirmek; Ukrainian: лікувати, вилікувати, зцілювати, зцілити; Westrobothnian: hail, häli; Yiddish: היילן | |||
}} | }} |