φύλαξ: Difference between revisions

23,499 bytes added ,  Yesterday at 10:46
m
Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''"
mNo edit summary
m (Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fylaks
|Transliteration C=fylaks
|Beta Code=fu/lac
|Beta Code=fu/lac
|Definition=[ῠ], φύλᾰκος, ὁ, also ἡ (v. infr.): ([[φυλάσσω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[watcher]], [[guard]], [[sentinel]], Hom. (only in Il., always masc. and in plural), φύλακες ἄνδρες 9.477; [[ἡγεμόνες φυλάκων]] ib.85, cf. 10.58; freq. in Trag. and Att. (Hdt. uses [[φυλακός]], exc. in signf. ''ΙΙ''), φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ A.''Supp.'' 303; νεὼς σῆς φ. S.''Ph.''543; δράκοντα μήλων φ. Id.''Tr.''1100, al.; φύλαξ τοῦ τείχους Th.2.78, cf. ''IG''12.44.14, al.; φύλαξ κατὰ τὰς πύλας X.''HG''4.4.8; φύλακα καταστῆσαι Lys.19.31; [[οἱ φύλακες]] the [[garrison]], Th.6.100, X. ''An.''4.2.5, etc.; [[φύλακες τοῦ σώματος]] = [[bodyguards]], Pl.''R.''566b; [[ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ]] = [[jailer]] Id.''Cri.''43a; των αἰχμαλώτων X.''HG''4.5.6, etc.: [[λόχοι φύλακες]] = [[bodies of reserve]], Id.''An.''6.5.9: as fem., ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φ. A.''Fr.''316, cf. S.''Aj.''36, ''OC''355, E.''Andr.''86: metaph., flames (φλόγες) are called φύλακες Ἡφαίστου κύνες Eub.75.7 (dub. l.); and the [[hospitable]] [[table]] is φύλαξ [[φιλία]]ς Timocl.13.<br><span class="bld">II</span> [[guardian]], [[keeper]], [[protector]], Hes.''Op.''123,253; κτεάνων Pi.''P.''8.58; δωμάτων φύλαξ, χώρας φύλαξ, A.''Ag.''914, S.''OT''1418, etc.; παιδός φύλαξ Hdt.1.41; τῆς γυναικός φύλαξ X.''Cyr.''6.3.14; τῆς πολιτείας φύλαξ And.4.16, cf. Pl.''R.''374d, al.; τῆς ἀρχῆς φύλαξ Lys.12.94; φύλαξ των νόμων Pl.''Lg.''966b; φύλαξ τῆς εἰρήνης Isoc.4.175: as fem., E.''Tr.''462, Pl.''Plt.''305c, X.''Mem.''2.1.32; of a [[divinity]], Ἄγγδιστιν . . φύλακα καὶ οἰκοδέσποιναν τοῦδε τοῦ οἴκου ''SIG''985.51 (Philadelphia, i B. C.): also φύλαξ Ἀργείου δορός a [[protector]] against it, E.''Ph.''1094; ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φύλακας κατεστήσατε, of the [[ἀγορανόμος|ἀγορανόμοι]], Lys. 22.16.<br><span class="bld">2</span> [[observer]], τοῦ δόγματος Pl.''R.''413c; τοῦ ἐπιταττομένου X.''Cyn.''12.2.<br><span class="bld">3</span> of things, [στήλην] ὥσπερ φύλαξ τῆς δωρεᾶς Plu. ''Nic.''3.<br><span class="bld">4</span> [[chain]], [[keeper]], [[φύλαξ ἀργυροῦς]], [[φύλαξ χαλκοῦς]], ''IG''7.3498.8 (Orop.), ''Inscr. Délos''1426 ''B''ii 45; ὀμφαλὸν καὶ φύλακα περὶ αὐτόν ib.1417''B'' i93(ii B. C.).<br><span class="bld">5</span> [[bandage]], Gal.19.144. (Cf. Lat. [[bubulcus]] (Ital. [[bifolco]]), [[subulcus]].)  
|Definition=[ῠ], φύλᾰκος, ὁ, also ἡ (v. infr.): ([[φυλάσσω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[watcher]], [[guard]], [[sentinel]], Hom. (only in Il., always masc. and in plural), φύλακες ἄνδρες 9.477; [[ἡγεμόνες φυλάκων]] ib.85, cf. 10.58; freq. in Trag. and Att. ([[Herodotus|Hdt.]] uses [[φυλακός]], exc. in signf. ''ΙΙ''), φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ A.''Supp.'' 303; νεὼς σῆς φ. S.''Ph.''543; δράκοντα μήλων φ. Id.''Tr.''1100, al.; φύλαξ τοῦ τείχους Th.2.78, cf. ''IG''12.44.14, al.; φύλαξ κατὰ τὰς πύλας X.''HG''4.4.8; φύλακα καταστῆσαι Lys.19.31; [[οἱ φύλακες]] the [[garrison]], Th.6.100, X. ''An.''4.2.5, etc.; [[φύλακες τοῦ σώματος]] = [[bodyguards]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''566b; [[ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ]] = [[jailer]] Id.''Cri.''43a; των αἰχμαλώτων X.''HG''4.5.6, etc.: [[λόχοι φύλακες]] = [[bodies of reserve]], Id.''An.''6.5.9: as fem., ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φ. A.''Fr.''316, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''36, ''OC''355, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''86: metaph., flames ([[φλόγες]]) are called φύλακες Ἡφαίστου κύνες Eub.75.7 (dub. l.); and the [[hospitable]] [[table]] is φύλαξ [[φιλία]]ς Timocl.13.<br><span class="bld">II</span> [[guardian]], [[keeper]], [[protector]], Hes.''Op.''123,253; κτεάνων Pi.''P.''8.58; δωμάτων φύλαξ, χώρας φύλαξ, A.''Ag.''914, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1418, etc.; παιδός φύλαξ [[Herodotus|Hdt.]]1.41; τῆς γυναικός φύλαξ [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.3.14; τῆς πολιτείας φύλαξ And.4.16, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''374d, al.; τῆς ἀρχῆς φύλαξ Lys.12.94; φύλαξ των νόμων [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''966b; φύλαξ τῆς εἰρήνης Isoc.4.175: as fem., E.''Tr.''462, Pl.''Plt.''305c, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.32; of a [[divinity]], Ἄγγδιστιν . . φύλακα καὶ οἰκοδέσποιναν τοῦδε τοῦ οἴκου ''SIG''985.51 (Philadelphia, i B. C.): also [[φύλαξ]] Ἀργείου δορός a [[protector]] against it, E.''Ph.''1094; ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φύλακας κατεστήσατε, of the [[ἀγορανόμος|ἀγορανόμοι]], Lys. 22.16.<br><span class="bld">2</span> [[observer]], τοῦ δόγματος [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''413c; τοῦ ἐπιταττομένου [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''12.2.<br><span class="bld">3</span> of things, [στήλην] ὥσπερ φύλαξ τῆς δωρεᾶς Plu. ''Nic.''3.<br><span class="bld">4</span> [[chain]], [[keeper]], [[φύλαξ ἀργυροῦς]], [[φύλαξ χαλκοῦς]], ''IG''7.3498.8 (Orop.), ''Inscr. Délos''1426 ''B''ii 45; ὀμφαλὸν καὶ φύλακα περὶ αὐτόν ib.1417''B'' i93(ii B. C.).<br><span class="bld">5</span> [[bandage]], Gal.19.144. (Cf. Lat. [[bubulcus]] (Ital. [[bifolco]]), [[subulcus]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] ακος, ὁ, auch ἡ, Eur. Andr. 86 Troad. 462, vgl. Lob. Phryn. p. 452, – [[Wächter]], ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; so bei Hom., nur in der Il., in der Od. kommt es nicht vor; auch φύλακες ἄνδρες, Il. 9, 477; π ολυχρύσων ἑδράνων φύλακες Aesch. Pers. 4; δωμάτων ἐμῶν [[φύλαξ]] Ag. 888; τὸν πάνθ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Suppl. 299; [[φύλαξ]] δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. O. C. 356; χώρας O. R. 1418; Eur. oft; φύλακας κατάστησαι Ar. Av. 841; oft bei Plat. u. Folgdn; Xen. häufig, φύλακας καθίστασθαι Cyr. 5, 2,29, οἱ [[ὄπισθεν]] φύλακες, die Nachhut, Hell. 7, 2,4; φύλακας τῆς νεὼς καταστήσας Dem. 33, 10. – Bewahrer, Behüter, Beschützer, Hes. O. 124. 253; κτεάνων φ. Pind. P. 8, 61; παιδός Her. 1, 41; νόμων u. ä., Plat. u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] ακος, ὁ, auch ἡ, Eur. Andr. 86 Troad. 462, vgl. Lob. Phryn. p. 452, – [[Wächter]], ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; so bei Hom., nur in der Il., in der Od. kommt es nicht vor; auch φύλακες ἄνδρες, Il. 9, 477; π ολυχρύσων ἑδράνων φύλακες Aesch. Pers. 4; δωμάτων ἐμῶν [[φύλαξ]] Ag. 888; τὸν πάνθ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Suppl. 299; [[φύλαξ]] δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. O. C. 356; χώρας O. R. 1418; Eur. oft; φύλακας κατάστησαι Ar. Av. 841; oft bei Plat. u. Folgdn; Xen. häufig, φύλακας καθίστασθαι Cyr. 5, 2,29, οἱ [[ὄπισθεν]] φύλακες, die Nachhut, Hell. 7, 2,4; φύλακας τῆς νεὼς καταστήσας Dem. 33, 10. – [[Bewahrer]], [[Behüter]], [[Beschützer]], Hes. O. 124. 253; κτεάνων φ. Pind. P. 8, 61; παιδός Her. 1, 41; νόμων u. ä., Plat. u. A.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος;<br /><b>1</b> (ὁ) tout homme qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, gardien ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; <i>en gén.</i> les gardes d'une place de garnison ; gardes du corps, gardes d'un prince;<br /><b>2</b> (ὁ, ἡ) garde, gardien, gardienne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.
|btext=ακος;<br /><b>1</b> (ὁ) [[tout homme qui monte la garde]], [[factionnaire]], [[sentinelle]], [[gardien]] ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; <i>en gén.</i> les gardes d'une place de garnison ; gardes du corps, gardes d'un prince;<br /><b>2</b> (ὁ, ἡ) [[garde]], [[gardien]], [[gardienne]] <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φύλακας]].<br /><b>(II)</b><br />, Α<br /><b>βλ.</b> [[φυλακίδα]].
|mltxt=ο / [[φύλαξ]] -ακος, ΝΜΑ<br />αυτός που φυλάγει, που φρουρεί [[κάτι]], που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει [[κάτι]] (α. «οι δύο φύλακες είχαν εγκαταλείψει τη [[θέση]] τους» β. «τοὺς τοῦ Θεοῦ ἱερέας ἐπήγετο... [[ὥσπερ]] τινὰς ψυχῆς ἀγαθοὺς [[φύλακας]]», Ευσ.<br />γ. «ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα», ΠΔ<br />δ. «[[φύλακας]] τοῦ [[ἡμίσεος]] τείχους», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νεὼς... [[φύλαξ]]», <b>Σοφ.</b><br />στ. «κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ [[φύλαξ]]», <b>Αισχύλ.</b><br />ζ. «λαβὼν φύλακάς τ' ἄνδρας δμωάς τε γυναῖκας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τηρεί και ακολουθεί εντολές, έθιμα, παραδόσεις (α. «φύλακες τών παραδόσεων» β. «[[φύλακας]] τών παραδεδομένων ὑπ' [[αὐτοῦ]] διδαγμάτων», Ιουστίν.<br />γ. «φύλακες τοῦ ἐπιταττομένου», <b>Ξεν.</b><br />δ. «τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ' αὐτοῖς δόγματος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] (α. «ο [[άγιος]], ο [[φύλακας]] του νησιού» β. «σωτῆρας ψυχῶν καὶ σωμάτων καὶ ἰατροὺς ὀνομάζουσι καὶ ὡς πολιούχους τιμῶσι καὶ [[φύλακας]]», Θεοδώρ.<br />γ. «[[ἄγαλμα]] Ἀθηνᾶς... φυλακίδος», Δίων Κάσσ.<br />δ. «[[λοχαγέτας]] πύλας ἐφ' [[ἑπτά]], [[φύλακας]] Ἀργείου [[δορός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι φύλακες</i><br />το [[σύνολο]] τών φυλάκων, η [[φρουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[φύλακας]] [[άγγελος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[συμπαραστάτης]], [[βοηθός]] σε δύσκολες στιγμές<br />β) «φύλακες γρηγορείτε» — [[προτροπή]], που αντάλλασσαν με δυνατή [[φωνή]] [[μεταξύ]] τους οι φύλακες ή οι σκοποί σε νυχτερινή [[βάρδια]]<br />γ) «έχουν [[γνώση]] οι φύλακες» — [[διαβεβαίωση]] ότι για [[κάτι]] υπάρχει η απαιτούμενη [[προσοχή]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φύλακας]] [[άγγελος]]» και «[[φύλαξ]] [[ἄγγελος]]»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[άγγελος]] που προστατεύει [[κάθε]] χριστιανό<br /><b>μσν.</b><br />[[αντιπρόσωπος]], [[τοποτηρητής]] («Μοδέστῳ... φύλακι... τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου», Σωφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβλέπει, που επιτηρεί [[κάτι]] («φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[κρίκος]] αλυσίδας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φύλακες τοῦ σώματος» — [[σωματοφυλακή]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις» — οι αγορανόμοι <b>(Λυσ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους δυσερμήνευτους [[συχνά]] τ. του καθημερινού λεξιλογίου ή εκφραστικούς ([[πρβλ]]. [[κόλαξ]], [[μεῖραξ]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με το β' συνθετικό (πιθ. -<i>fulcus</i>) τών λατ. <i>bu</i>-<i>bulcus</i> «[[βουκόλος]]» και <i>su</i>-<i>bulcus</i> «[[χοιροβοσκός]]». Η [[άποψη]], [[ωστόσο]], αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφ' ενός λόγω του ότι το αμάρτυρο -<i>fulcus</i> θα οδηγούσε στην [[αποδοχή]] ως αρχικού του θεματικού τ. [[φυλακός]], ο [[οποίος]] όμως [[είναι]] [[υστερογενής]], και αφ' ετέρου λόγω του ότι η λ. [[φύλαξ]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους λατ. τ., δεν χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] κανόνα για να δηλώσει τον φρουρό ζώων. Έχουν διατυπωθεί, [[τέλος]], και άλλες, ελάχιστα πιθανές, απόψεις για [[σύνδεση]] της λ. με τις λ. [[πύλη]] και [[φωλεός]], [[καθώς]] και για [[αναγωγή]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bheudh</i>- «[[επαγρυπνώ]], [[παρατηρώ]], [[προσέχω]]» του ρ. [[πυνθάνομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[πευθήν]] «[[κατάσκοπος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φυλακή]], [[φυλακίζω]], [[φυλάκιο]](<i>ν</i>), [[φύλακτρο]](<i>ν</i>), [[φυλάσσω]] / [[φυλάω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυλακεία]], [[φυλακεύς]], [[φυλακία]], [[φυλακικός]], [[φυλακιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>φυλακείον</i>, [[φυλακίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυλακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυλακάτορας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[φυλακάρχης]]<br />(Β' συνθετικό) [[αγροφύλακας]] ([[αγροφύλαξ]]), [[αμπελοφύλακας]] ([[αμπελοφύλαξ]]), [[αρχειοφύλακας]] ([[αρχειοφύλαξ]]), [[αρχιφύλακας]] ([[αρχιφύλαξ]]), [[βιβλιοφύλακας]] ([[βιβλιοφύλαξ]]), [[δεσμοφύλακας]] ([[δεσμοφύλαξ]]), [[εθνοφύλακας]] ([[εθνοφύλαξ]]), [[θαλαμοφύλακας]] ([[θαλαμοφύλαξ]]), [[θεσμοφύλακας]] ([[θεσμοφύλαξ]]), [[θησαυροφύλακας]] ([[θησαυροφύλαξ]]), [[ιματιοφύλακας]] ([[ιματιοφύλαξ]]), [[κλειδοφύλακας]] ([[κλειδοφύλαξ]]), [[κτηματοφύλακας]] ([[κτηματοφύλαξ]]), [[λιμενοφύλακας]] ([[λιμενοφύλαξ]]), [[νεκροφύλακας]]([[νεκροφύλαξ]]), [[νομοφύλακας]] ([[νομοφύλαξ]]), [[νυκτοφύλακας]] ([[νυκτοφύλαξ]]), [[οδοφύλακας]] ([[οδοφύλαξ]]), [[οπισθοφύλακας]] ([[οπισθοφύλαξ]]), [[οπλοφύλακας]] ([[οπλοφύλαξ]]), [[οροφύλακας]] ([[οροφύλαξ]]), [[πολιτοφύλακας]] ([[πολιτοφύλαξ]]), [[σκευοφύλακας]] ([[σκευοφύλαξ]]), [[σκηνοφύλακας]] ([[σκηνοφύλαξ]]), [[σφραγιδοφύλακας]] ([[σφραγιδοφύλαξ]]), [[σωματοφύλακας]] ([[σωματοφύλαξ]]), [[χαρτοφύλακας]] ([[χαρτοφύλαξ]]), [[χωροφύλακας]] ([[χωροφύλαξ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιγιαλοφύλαξ]], [[ακροφύλαξ]], [[αλωνοφύλαξ]], [[αντροφύλαξ]], [[αργυροφύλαξ]], [[αρκτοφύλαξ]], [[αρχιδεσμοφύλαξ]], [[αρχιναυφύλαξ]], [[αρχινυκτοφύλαξ]], [[αρχιπαραφύλαξ]], [[αρχιπεδιοφύλαξ]], [[αρχισωματοφύλαξ]], [[βουβωνοφύλαξ]], [[γαζοφύλαξ]], [[γενηματοφύλαξ]], [[γερροφύλαξ]], [[γεωφύλαξ]], [[γραμματοφύλαξ]], [[δαμοσιοφύλαξ]], [[δεξιοφύλαξ]], [[δρυμοφύλαξ]], [[ειματοφύλαξ]], [[ειργμοφύλαξ]], [[ειρηνοφύλαξ]], [[ειρκτοφύλαξ]], [[Ελληνοσποντοφύλαξ]], [[εντεροφύλαξ]], [[επιφύλαξ]], [[ερημοφύλαξ]], [[εσμοφύλαξ]], [[εφηβοφύλαξ]], [[ημεροφύλαξ]], [[θεοφύλαξ]], [[θερμοφύλαξ]], [[θηροφύλαξ]], [[θυροφύλαξ]], [[ιεροφύλαξ]], [[καρδιοφύλαξ]], [[καρποφύλαξ]], [[κεστροφύλαξ]], [[κνωδακοφύλαξ]], [[κοιτωνοφύλαξ]], [[κρηνοφύλαξ]], [[κωμοφύλαξ]], [[μαγδωλοφύλαξ]], [[μετοικοφύλαξ]], [[μηλοφύλαξ]], [[μηνιγγοφύλαξ]], [[μοτοφύλαξ]], [[ναοφύλαξ]], [[ναυφύλαξ]], [[νεωριοφύλαξ]], [[νεωφύλαξ]], [[νησοφύλαξ]], [[νηττοφύλαξ]], [[ξενοφύλαξ]], [[ξυστροφύλαξ]], [[οικοφύλαξ]], [[οινοφύλαξ]], [[οπωροφύλαξ]], [[ορεοφύλαξ]], [[ορμοφύλαξ]], [[οροφύλαξ]] (II), [[ορφανοφύλαξ]], [[οχθοφύλαξ]], [[παιδοφύλαξ]], [[παλαιστροφύλαξ]], [[παραφύλαξ]], [[πεδιοφύλαξ]], [[πεντηκοντοφύλαξ]], [[πινοφύλαξ]], [[πιστοφύλαξ]], [[πλαγιοφύλαξ]], [[πλαγυφύλαξ]], [[ποδοφύλαξ]], [[προφύλαξ]], [[πρωτοφύλαξ]], [[πυλωνοφύλαξ]], [[πυργοφύλαξ]], [[ρητροφύλαξ]], [[ρισκοφύλαξ]], [[σιτοφύλαξ]], [[σπειροφύλαξ]], [[στρατοφύλαξ]], [[στρωματοφύλαξ]], [[συγγραφοφύλαξ]], [[συμβολοφύλαξ]], [[συμφύλαξ]], [[συνθηκοφύλαξ]], [[ταγματοφύλαξ]], [[τειχοφύλαξ]], [[τομαροφύλαξ]], [[υδροφύλαξ]], [[υποβιβλιοθηκοφύλαξ]], [[υποβιβλιοφύλαξ]], [[υπομνηματοφύλαξ]], [[υποστρατοφύλαξ]], [[υποφύλαξ]], [[φυτοφύλαξ]], [[χαλαζοφύλαξ]], [[χαλκιοφύλαξ]], [[χειλοφύλαξ]], [[χιμαιροφύλαξ]], [[χορτοφύλαξ]], [[χρεωφύλαξ]], [[χρηματοφύλαξ]], [[χρησμοφύλαξ]], [[χρυσοφύλαξ]], [[χωματοφύλαξ]], [[ωνοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακτοφύλακας]], [[αλατοφύλακας]], [[αλσοφύλακας]], [[αρχαιοφύλακας]], [[αρχιλιμενοφύλακας]], [[αστυφύλακας]], [[δακτυλοφύλακας]], [[δασοφύλακας]], [[εμπροσθοφύλακας]], [[θεματοφύλακας]], [[καστροφύλακας]], [[σταβλοφύλακας]], [[τελωνοφύλακας]], [[τερματοφύλακας]], [[υποθηκοφύλακας]], [[φαροφύλακας]]].
}}
{{bailly
|btext=<i>acc. pl. de</i> [[φύλαξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 41: Line 44:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῠ́λαξ, ακος, [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[watcher]], [[guard]], [[sentinel]], Lat. [[excubitor]], Hom., [[attic]]; οἱ φ. the [[garrison]], Thuc., Xen., etc.; φύλακες τοῦ σώματος [[body]] guards, Plat.;—also as fem., κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Soph., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[guardian]], [[keeper]], [[protector]], Hes., etc.;—c. gen. objecti, φ. [[δορός]] a [[protector]] [[against]] it, the [[spear]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> an [[observer]], τοῦ δόγματος Plat.; τοῦ ἐπιταττομένου Xen.<br /><b class="num">3.</b> of things, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, of the ἀγορανόμοι, Lys.
|mdlsjtxt=φῠ́λαξ, ακος, [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[watcher]], [[guard]], [[sentinel]], Lat. [[excubitor]], Hom., Attic; οἱ φ. the [[garrison]], Thuc., Xen., etc.; φύλακες τοῦ σώματος [[body]] guards, Plat.;—also as fem., κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Soph., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[guardian]], [[keeper]], [[protector]], Hes., etc.;—c. gen. objecti, φ. [[δορός]] a [[protector]] [[against]] it, the [[spear]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> an [[observer]], τοῦ δόγματος Plat.; τοῦ ἐπιταττομένου Xen.<br /><b class="num">3.</b> of things, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, of the ἀγορανόμοι, Lys.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φύλαξ''': -ακος<br />{phúlaks}<br />'''Grammar''': m. (f.)<br />'''Meaning''': [[Wächter]], [[Hüter]], [[Beschützer]] (seit Il.),<br />'''Composita''': in Kompp. m. nominalem Vorderglied unbeschränkt produktiv, der Funktion nach Rückbildung zu [[φυλάσσω]], z.B. [[οἰκοφύλαξ]] [[Haushüter]] (A. u.a.), auch m. συν-, ὑπο- u.a. (neben συν-, [[ὑποφυλάσσω]]). Auch (sekundär) [[φυλακός]] (Akz. nach den Nom. ag.; Egli Heteroklisie 108ff.) m. ib. (ion. poet. seit Ω 566; Chantraine Gramm. hom. 1, 232), PN Φύλακος (Hom.).<br />'''Derivative''': Zahlreiche Ableitungen: 1. Fem. [[φυλακίς]], -ίδος (προ-) ‘Wäch- terin’ (Pl.), ~ [[ναῦς]] [[Wachtschiff]] (Th., D. S.), -ισσα f. (LXX). 2. [[φυλακή]] f. [[Wache]], [[Bewachung]], [[Wachsamkeit]], [[Wachtposten]], [[Besetzung]] (seit Il.), eig. Rückbildung zu [[φυλάσσω]]; ἀντι-, προ-, παρα- ~ von [[ἀντιφυλάσσω]] usw.; vgl. Porzig Satzinhalte 189. — Weitere Ableitungen, z.T. auf [[φυλακή]] zu beziehen: 3. [[φυλακία]] f. = [[φυλακή]] (Pap. III-IV<sup>p</sup>), im Anschluß an Kompp., z.B. [[ἀρχι-]], [[σωματοφυλακία]] (Inschr., D.S.); s. Scheller Oxytonierung 38 f. 4. -ιον n. ‘Wachthaus, -turm' (Pap. u.a.), oft in Kompp., z.B. [[ὁπλοφυλάκιον]] [[Zeughaus]] (Str.) zu [[ὁπλοφύλαξ]]. 5. -εῖον n. ib., auch [[Wachtposten]], [[Wache]] (Plb.); auch [[σιτοφυλακεῖον]] n. [[Kornspeicher]] (Suid.: [[σιτοφύλακες]]). 6. -εία f. [[Schutz]], [[Amulett]] (Poet. ''de'' ''herb''., Gloss.), wie von *-εύω, wenn nicht für -ία; so sicher in [[δεσμοφυλακεία]] f. [[Dienst als Gefängnisaufseher]] (Pap.: [[δεσμοφύλαξ]], -ακέω). 7. -ῆες m. pl. [[Wächter]] (Opp., Versende; metr. Erweiterung, vgl. Boßhardt 70). 8. [[φυλαξίτης]] m. [[Polizeibeamter]], [[Gendarm]] (hell. Pap. u. Inschr.) mit -ιτεύω ‘als φ. dienen’, -ιτικόν [[Polizeisteuer]] (hell. Pap.), auch παρα-, συν-, [[ἀρχι-]] ~ (hell. u. sp.); f. -ῖτις pythagor. Bez. der Siebenzahl (Nikom.; Redard 45). 9. [[φυλαξιστής]] in lat. ''phylacista'' m. [[Kerkermeister]] (Plaut., metrisch unsicher). 10. [[φυλαξικός]] [[behutsam]], [[vorsichtig]] (Pl.), χρεο- ~ (Inschr.) u.a. — Denominative Verba: 11. [[φυλάσσω]], att. -ττω, auch m. δια-, παρα-, προ- u.a., ‘(be)wachen, hüten, beschützen’, Med. [[sich hüten]] (seit Il.) mit mehreren Ablegern (vgl. auch [[φυλακή]], -ός oben): φυλακτῆρες pl. [[Wächter]] (Il.; Benveniste Noms d'agent 38), -τήριος [[beschützend]] (Pl.), -τήριον (προ-) n. ‘Wachthaus, -turm, Wachtposten, Schutzmittel, Amulett’ (ion. att.), -τηρία· [[παννυχίς]] H., -τηριάζομαι [[mit einem Amulett versehen werden]] ''PMag''. ''Par''.), -τωρ m. [[Wächter]] (ägypt. Epigr. I<sup>a</sup>-I<sup>p</sup>, Nonn.), -τρον n. ‘Polizei- steuer’ (Pap. II<sup>p</sup>), -ται m. pl. Beamte in Cumae (Plu.), -τικός (προ-, δια-, παρα-) [[bewachend]], [[behutsam]], [[vorsichtig]] (X., Arist., Plb. u.a.; Chantraine Études 101 u. 141), -ξις f. [[Bewachung]], [[Sicherheit]] (S.''Fr''. 432, E. u.a.), -γμα (προ-) n. [[Verordnung]], [[Beschützung]] (LXX u.a.). — 12. [[φυλακίζω]] [[in Haft nehmen]], [[ins Gefängnis werfen]] (LXX, ''Act''. ''Ap''.). 13. -[[φυλακέω]], unbeschränkt produktiv zu den Kompp. mit -[[φύλαξ]], z.B. [[τειχοφυλακέω]] [[die Mauer bewachen]] (D. H., Plu. u.a.) von [[τειχοφύλαξ]] (Hdt., Plu. u.a.).<br />'''Etymology''': Ohne überzeugende Erklärung. Da die Nomina auf -αξ ein weites Register umspannen und neben zahlreichen offenbaren Sekundärbildungen auch mehrere undurchsichtige Wörter umfassen, hat der Etymologe freie Hand. Begrifflich kommen am nächsten Personenbezeichnungen wie (das altererbte?) [[μεῖραξ]], das rein griechische [[μέλλαξ]], das unklare [[κόλαξ]]. Wie diese hatte wohl auch [[φύλαξ]] ursprünglich einen volkstümlichen Klang (vgl. Chantraine Form. 379 f.). Volkstümlich waren auch lat. ''bubulcus'' [[Ochsentreiber]], ''subulcus'' [[Sauhirt]], deren anscheinendes Hinterglied von Froehde BB 19, 238 A. und namentlich von Lagercrantz KZ 37, 177 ff. mit [[φυλακός]] identifiziert wird. Da aber das thematische [[φυλακός]] eine sekundäre Erweiterung von [[φύλαξ]] ist (s. Egli a. O.), muß jedenfalls auf die Identität der Bildungsweisen verzichtet werden. Auch durch den α-Vokal weicht [[φύλαξ]] von den lat. Nomina ab. Zu bemerken ist noch, daß [[φύλαξ]] und verwandte Wörter sich nur ausnahmsweise (μ 136; vgl. noch ρ 593) auf das Viehhüten beziehen (vgl. [[βουκόλος]], [[αἰπόλος]], [[συβώτης]], [[ὑφορβός]], [[ἱπποκόμος]] usw.). — Andere Vorschläge: zu [[φωλεός]] mit schwundstufigem φυλ- (Grošelj Živa Ant. 1, 262 u. 265; 4, 177); pelasgisch zu [[πύλη]] und [[πόλις]] (v. Windekens Orbis 13, 235 ff. mit Georgiev). — Frühere, überholte Versuche bei Bq (abgelehnt).<br />'''Page''' 2,1048-1049
|ftr='''φύλαξ''': -ακος<br />{phúlaks}<br />'''Grammar''': m. (f.)<br />'''Meaning''': [[Wächter]], [[Hüter]], [[Beschützer]] (seit Il.),<br />'''Composita''': in Kompp. m. nominalem Vorderglied unbeschränkt produktiv, der Funktion nach Rückbildung zu [[φυλάσσω]], z.B. [[οἰκοφύλαξ]] [[Haushüter]] (A. u.a.), auch m. συν-, ὑπο- u.a. (neben συν-, [[ὑποφυλάσσω]]). Auch (sekundär) [[φυλακός]] (Akz. nach den Nom. ag.; Egli Heteroklisie 108ff.) m. ib. (ion. poet. seit Ω 566; Chantraine Gramm. hom. 1, 232), PN Φύλακος (Hom.).<br />'''Derivative''': Zahlreiche Ableitungen: 1. Fem. [[φυλακίς]], -ίδος (προ-) ‘Wäch- terin’ (Pl.), ~ [[ναῦς]] [[Wachtschiff]] (Th., D. S.), -ισσα f. (LXX). 2. [[φυλακή]] f. [[Wache]], [[Bewachung]], [[Wachsamkeit]], [[Wachtposten]], [[Besetzung]] (seit Il.), eig. Rückbildung zu [[φυλάσσω]]; ἀντι-, προ-, παρα- ~ von [[ἀντιφυλάσσω]] usw.; vgl. Porzig Satzinhalte 189. — Weitere Ableitungen, z.T. auf [[φυλακή]] zu beziehen: 3. [[φυλακία]] f. = [[φυλακή]] (Pap. III-IV<sup>p</sup>), im Anschluß an Kompp., z.B. [[ἀρχι-]], [[σωματοφυλακία]] (Inschr., [[Diodorus Siculus|D.S.]]); s. Scheller Oxytonierung 38 f. 4. -ιον n. ‘Wachthaus, -turm' (Pap. u.a.), oft in Kompp., z.B. [[ὁπλοφυλάκιον]] [[Zeughaus]] (Str.) zu [[ὁπλοφύλαξ]]. 5. -εῖον n. ib., auch [[Wachtposten]], [[Wache]] (Plb.); auch [[σιτοφυλακεῖον]] n. [[Kornspeicher]] (Suid.: [[σιτοφύλακες]]). 6. -εία f. [[Schutz]], [[Amulett]] (Poet. ''de'' ''herb''., Gloss.), wie von *-εύω, wenn nicht für -ία; so sicher in [[δεσμοφυλακεία]] f. [[Dienst als Gefängnisaufseher]] (Pap.: [[δεσμοφύλαξ]], -ακέω). 7. -ῆες m. pl. [[Wächter]] (Opp., Versende; metr. Erweiterung, vgl. Boßhardt 70). 8. [[φυλαξίτης]] m. [[Polizeibeamter]], [[Gendarm]] (hell. Pap. u. Inschr.) mit -ιτεύω ‘als φ. dienen’, -ιτικόν [[Polizeisteuer]] (hell. Pap.), auch παρα-, συν-, [[ἀρχι-]] ~ (hell. u. sp.); f. -ῖτις pythagor. Bez. der Siebenzahl (Nikom.; Redard 45). 9. [[φυλαξιστής]] in lat. ''phylacista'' m. [[Kerkermeister]] (Plaut., metrisch unsicher). 10. [[φυλαξικός]] [[behutsam]], [[vorsichtig]] (Pl.), χρεο- ~ (Inschr.) u.a. — Denominative Verba: 11. [[φυλάσσω]], att. -ττω, auch m. δια-, παρα-, προ- u.a., ‘(be)wachen, hüten, beschützen’, Med. [[sich hüten]] (seit Il.) mit mehreren Ablegern (vgl. auch [[φυλακή]], -ός oben): φυλακτῆρες pl. [[Wächter]] (Il.; Benveniste Noms d'agent 38), -τήριος [[beschützend]] (Pl.), -τήριον (προ-) n. ‘Wachthaus, -turm, Wachtposten, Schutzmittel, Amulett’ (ion. att.), -τηρία· [[παννυχίς]] H., -τηριάζομαι [[mit einem Amulett versehen werden]] ''PMag''. ''Par''.), -τωρ m. [[Wächter]] (ägypt. Epigr. I<sup>a</sup>-I<sup>p</sup>, Nonn.), -τρον n. ‘Polizei- steuer’ (Pap. II<sup>p</sup>), -ται m. pl. Beamte in Cumae (Plu.), -τικός (προ-, δια-, παρα-) [[bewachend]], [[behutsam]], [[vorsichtig]] (X., Arist., Plb. u.a.; Chantraine Études 101 u. 141), -ξις f. [[Bewachung]], [[Sicherheit]] (S.''Fr''. 432, E. u.a.), -γμα (προ-) n. [[Verordnung]], [[Beschützung]] (LXX u.a.). — 12. [[φυλακίζω]] [[in Haft nehmen]], [[ins Gefängnis werfen]] (LXX, ''Act''. ''Ap''.). 13. -[[φυλακέω]], unbeschränkt produktiv zu den Kompp. mit -[[φύλαξ]], z.B. [[τειχοφυλακέω]] [[die Mauer bewachen]] (D. H., Plu. u.a.) von [[τειχοφύλαξ]] (Hdt., Plu. u.a.).<br />'''Etymology''': Ohne überzeugende Erklärung. Da die Nomina auf -αξ ein weites Register umspannen und neben zahlreichen offenbaren Sekundärbildungen auch mehrere undurchsichtige Wörter umfassen, hat der Etymologe freie Hand. Begrifflich kommen am nächsten Personenbezeichnungen wie (das altererbte?) [[μεῖραξ]], das rein griechische [[μέλλαξ]], das unklare [[κόλαξ]]. Wie diese hatte wohl auch [[φύλαξ]] ursprünglich einen volkstümlichen Klang (vgl. Chantraine Form. 379 f.). Volkstümlich waren auch lat. ''bubulcus'' [[Ochsentreiber]], ''subulcus'' [[Sauhirt]], deren anscheinendes Hinterglied von Froehde BB 19, 238 A. und namentlich von Lagercrantz KZ 37, 177 ff. mit [[φυλακός]] identifiziert wird. Da aber das thematische [[φυλακός]] eine sekundäre Erweiterung von [[φύλαξ]] ist (s. Egli a. O.), muß jedenfalls auf die Identität der Bildungsweisen verzichtet werden. Auch durch den α-Vokal weicht [[φύλαξ]] von den lat. Nomina ab. Zu bemerken ist noch, daß [[φύλαξ]] und verwandte Wörter sich nur ausnahmsweise (μ 136; vgl. noch ρ 593) auf das Viehhüten beziehen (vgl. [[βουκόλος]], [[αἰπόλος]], [[συβώτης]], [[ὑφορβός]], [[ἱπποκόμος]] usw.). — Andere Vorschläge: zu [[φωλεός]] mit schwundstufigem φυλ- (Grošelj Živa Ant. 1, 262 u. 265; 4, 177); pelasgisch zu [[πύλη]] und [[πόλις]] (v. Windekens Orbis 13, 235 ff. mit Georgiev). — Frühere, überholte Versuche bei Bq (abgelehnt).<br />'''Page''' 2,1048-1049
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
Line 54: Line 57:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[guardián]] de la divinidad suprema φύλαξ, ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε ... ἄγνωστε <b class="b3">guardián, te invoco a ti, señor, a quien nadie conoce</b> SM 87 4 de Anubis θᾶττον ἄνοιξον, κλειδοῦχέ τε Ἄνουβι φύλαξ <b class="b3">abre rápido, tú que guardas las llaves, guardián Anubis</b> P IV 1467 de la Ogdóada, e.e., los ocho dioses de la cosmogonía hermopolitana ὃν δορυφοροῦσιν οἱ ηʹ φύλακες <b class="b3">a quien protegen con sus lanzas los ocho guardianes</b> P XIII 788 P XXI 20 de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἀθεωρήτων <ἐ>νεφόπτας, κρυφίμων φύλακας <b class="b3">os invoco a vosotros, espías de lo invisible, guardianes de lo oculto</b> P IV 1353 P VII 352 ὑμεῖς δέ ἐστε ἅγιοι ἄγγελοι, φύλακες τοῦ Ἀρδιμαλεχα καὶ Ὀραρω <b class="b3">vosotros sois ángeles sagrados, guardianes de Ardimaleca y Oraro</b> P IV 1938  
|esmgtx=ὁ [[guardián]] de la divinidad suprema φύλαξ, ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε ... ἄγνωστε <b class="b3">guardián, te invoco a ti, señor, a quien nadie conoce</b> SM 87 4 de Anubis θᾶττον ἄνοιξον, κλειδοῦχέ τε Ἄνουβι φύλαξ <b class="b3">abre rápido, tú que guardas las llaves, guardián Anubis</b> P IV 1467 de la Ogdóada, e.e., los ocho dioses de la cosmogonía hermopolitana ὃν δορυφοροῦσιν οἱ ηʹ φύλακες <b class="b3">a quien protegen con sus lanzas los ocho guardianes</b> P XIII 788 P XXI 20 de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἀθεωρήτων <ἐ>νεφόπτας, κρυφίμων φύλακας <b class="b3">os invoco a vosotros, espías de lo invisible, guardianes de lo oculto</b> P IV 1353 P VII 352 ὑμεῖς δέ ἐστε ἅγιοι ἄγγελοι, φύλακες τοῦ Ἀρδιμαλεχα καὶ Ὀραρω <b class="b3">vosotros sois ángeles sagrados, guardianes de Ardimaleca y Oraro</b> P IV 1938  
}}
==See also==
[[αγροφύλαξ]], [[ἀγροφύλαξ]], [[αιγιαλοφύλαξ]], [[αἰγιαλοφύλαξ]], [[αἰπολοφύλαξ]], [[ακροφύλαξ]], [[ἀκροφύλαξ]], [[ἁλοφύλαξ]], [[αλσοφύλαξ]], [[αλωνοφύλαξ]], [[ἁλωνοφύλαξ]], [[ἀμπελοφύλαξ]], [[ἀνδρωφύλαξ]], [[ἀντιφύλαξ]], [[αντροφύλαξ]], [[ἀντροφύλαξ]], [[αργυροφύλαξ]], [[ἀργυροφύλαξ]], [[αρκτοφύλαξ]], [[Αρκτοφύλαξ]], [[ἀρκτοφύλαξ]], [[Ἀρκτοφύλαξ]], [[ἀρουραφύλαξ]], [[ἀρουροφύλαξ]], [[ἀρχαιοφύλαξ]], [[ἀρχειοφύλαξ]], [[αρχιδεσμοφύλαξ]], [[ἀρχιδεσμοφύλαξ]], [[αρχιναυφύλαξ]], [[ἀρχιναυφύλαξ]], [[αρχινυκτοφύλαξ]], [[ἀρχινυκτοφύλαξ]], [[αρχιπαραφύλαξ]], [[ἀρχιπαραφύλαξ]], [[αρχιπεδιοφύλαξ]], [[ἀρχιπεδιοφύλαξ]], [[αρχισωματοφύλαξ]], [[ἀρχισωματοφύλαξ]], [[ἀρχιφύλαξ]], [[αὐλοφύλαξ]], [[βαλανειοφύλαξ]], [[βελοφύλαξ]], [[βιβλιοφύλαξ]], [[βουβωνοφύλαξ]], [[βυβλιοφύλαξ]], [[γαζοφύλαξ]], [[γενηματοφύλαξ]], [[γερροφύλαξ]], [[γεωφύλαξ]], [[γραμματοφύλαξ]], [[δαμοσιοφύλαξ]], [[δεξιοφύλαξ]], [[δεσμοφύλαξ]], [[δημοσιοφύλαξ]], [[δικαιοφύλαξ]], [[δογματοφύλαξ]], [[δρυμοφύλαξ]], [[ἐθνοφύλαξ]], [[ειματοφύλαξ]], [[εἱματοφύλαξ]], [[ειργμοφύλαξ]], [[εἰργμοφύλαξ]], [[εἱργμοφύλαξ]], [[ειρηνοφύλαξ]], [[εἰρηνοφύλαξ]], [[ειρκτοφύλαξ]], [[εἱρκτοφύλαξ]], [[Ελληνοσποντοφύλαξ]], [[εντεροφύλαξ]], [[ἐντεροφύλαξ]], [[επιφύλαξ]], [[ἐπιφύλαξ]], [[ερημοφύλαξ]], [[ἐρημοφύλαξ]], [[εσμοφύλαξ]], [[ἑσμοφύλαξ]], [[εφηβοφύλαξ]], [[ἐφηβοφύλαξ]], [[ημεροφύλαξ]], [[ἡμεροφύλαξ]], [[θεοφύλαξ]], [[θερμοφύλαξ]], [[θεσμοφύλαξ]], [[θηροφύλαξ]], [[θησαυροφύλαξ]], [[θυροφύλαξ]], [[ιεροφύλαξ]], [[ἰεροφύλαξ]], [[ἱεροφύλαξ]], [[ιματιοφύλαξ]], [[ἱματιοφύλαξ]], [[Ινωποφύλαξ]], [[Ἰνωποφύλαξ]], [[ἱροφύλαξ]], [[καρδιοφύλαξ]], [[καρποφύλαξ]], [[καστροφύλαξ]], [[κειμηλιοφύλαξ]], [[κεστροφύλαξ]], [[κηνσοφύλαξ]], [[κηποφύλαξ]], [[κλειδοφύλαξ]], [[κλεισουροφύλαξ]], [[κνωδακοφύλαξ]], [[κοιτωνοφύλαξ]], [[κοσμοφύλαξ]], [[κρηνοφύλαξ]], [[κριθοφύλαξ]], [[κρομμυδοφύλαξ]], [[κτηματοφύλαξ]], [[κυλινδροφύλαξ]], [[κωμοφύλαξ]], [[λιμενοφύλαξ]], [[μαγδωλοφύλαξ]], [[μαλοφύλαξ]], [[μεμοροφύλαξ]], [[μετοικοφύλαξ]], [[μηλοφύλαξ]], [[μηνιγγοφύλαξ]], [[μοτοφύλαξ]], [[μυστηριοφύλαξ]], [[ναοφύλαξ]], [[ναυφύλαξ]], [[νεκροφύλαξ]], [[νεωριοφύλαξ]], [[νεωφύλαξ]], [[νησοφύλαξ]], [[νηττοφύλαξ]], [[νομοφύλαξ]], [[νυκτοφύλαξ]], [[νωτοφύλαξ]], [[ξενοφύλαξ]], [[ξυστροφύλαξ]], [[ὁδοφύλαξ]], [[οικοφύλαξ]], [[οἰκοφύλαξ]], [[οινοφύλαξ]], [[οἰνοφύλαξ]], [[οπισθοφύλαξ]], [[ὀπισθοφύλαξ]], [[ὁπλοφύλαξ]], [[οπωροφύλαξ]], [[ὀπωροφύλαξ]], [[ορεοφύλαξ]], [[ὀρεοφύλαξ]], [[ορμοφύλαξ]], [[ὁρμοφύλαξ]], [[ὀρνιθοφύλαξ]], [[οροφύλαξ]], [[ὀροφύλαξ]], [[ὁροφύλαξ]], [[ορφανοφύλαξ]], [[ὀρφανοφύλαξ]], [[ουροφύλαξ]], [[οὐροφύλαξ]], [[οχθοφύλαξ]], [[ὀχθοφύλαξ]], [[παιδοφύλαξ]], [[παλαιστροφύλαξ]], [[παντοφύλαξ]], [[παραδεισοφύλαξ]], [[παραθηκοφύλαξ]], [[παραφύλαξ]], [[πεδιοφύλαξ]], [[πεντηκοντοφύλαξ]], [[πιννοφύλαξ]], [[πινοφύλαξ]], [[πιστοφύλαξ]], [[πλαγιοφύλαξ]], [[πλαγυφύλαξ]], [[ποδοφύλαξ]], [[πολιτοφύλαξ]], [[προσφύλαξ]], [[προφύλαξ]], [[πρωτοφύλαξ]], [[πτερνοφύλαξ]], [[πυλωνοφύλαξ]], [[πυργοφύλαξ]], [[ρητροφύλαξ]], [[ῥητροφύλαξ]], [[ρισκοφύλαξ]], [[ῥισκοφύλαξ]], [[σηκοφύλαξ]], [[σιγνοφύλαξ]], [[σιτοφύλαξ]], [[σκεοφύλαξ]], [[σκευοφύλαξ]], [[σκηνοφύλαξ]], [[σκυβαλοφύλαξ]], [[σπειροφύλαξ]], [[σταυροφύλαξ]], [[στρατοφύλαξ]], [[στρωματοφύλαξ]], [[συγγραμματοφύλαξ]], [[συγγραφοφύλαξ]], [[συκοφύλαξ]], [[συμβολοφύλαξ]], [[συμφύλαξ]], [[συνθηκοφύλαξ]], [[σφραγιδοφύλαξ]], [[σωματοφύλαξ]], [[ταγματοφύλαξ]], [[τειχοφύλαξ]], [[τομαροφύλαξ]], [[τοποφύλαξ]], [[τουλδοφύλαξ]], [[υδροφύλαξ]], [[ὑδροφύλαξ]], [[υποβιβλιοθηκοφύλαξ]], [[ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ]], [[υποβιβλιοφύλαξ]], [[ὑποβιβλιοφύλαξ]], [[υπομνηματοφύλαξ]], [[ὑπομνηματοφύλαξ]], [[υποστρατοφύλαξ]], [[ὑποστρατοφύλαξ]], [[υποφύλαξ]], [[ὑποφύλαξ]], [[φυτοφύλαξ]], [[χαλαζοφύλαξ]], [[χαλκιοφύλαξ]], [[χαρτοφύλαξ]], [[χειλοφύλαξ]], [[χιμαιροφύλαξ]], [[χορτοφύλαξ]], [[χρεοφύλαξ]], [[χρεωφύλαξ]], [[χρηματοφύλαξ]], [[χρησμοφύλαξ]], [[χρυσοφύλαξ]], [[χωματοφύλαξ]], [[χωροφύλαξ]], [[ωνοφύλαξ]], [[ὠνοφύλαξ]]
{{lxth
|lthtxt=''[[custos]]'', [[guard]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.78.2/ 2.78.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.21.2/ 3.21.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.22.1/ 3.22.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.22.4/ 3.22.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.23.1/ 3.23.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.3.3/ 4.3.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.5.2/ 4.5.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.32.1/ 4.32.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.32.2/ 4.32.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.35.1/ 4.35.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.35.2/ 4.35.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.44.4/ 4.44.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.67.4/ 4.67.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.90.4/ 4.90.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.93.2/ 4.93.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.104.4/ 4.104.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.33.2/ 5.33.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.75.4/ 5.75.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.116.2/ 5.116.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.34.4/ 6.34.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.39.1/ 6.39.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.45.1/ 6.45.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.96.3/ 6.96.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.100.1/ 6.100.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%206.100.2/ 6.100.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.23.1/ 7.23.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.43.3/ 7.43.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.43.3/ 7.43.3][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.4.1/ 7.4.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.5.1/ 7.5.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.83.5/ 7.83.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.61.2/ 8.61.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.73.5/ 8.73.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.84.4/ 8.84.4]. [<i>praeterea vulgo</i> <i>moreover in the common texts</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.24.1/ 2.24.1], <i>ubi nunc</i> <i>where now</i> φυλακάς.]
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[guard]]===
|trtx====[[guard]]===
Albanian: rojë, resë, mbrojtës; Arabic: حَارِس‎; Egyptian Arabic: غفير‎; Armenian: պահակ, պահապան; Bashkir: һаҡсы; Belarusian: вартавы, ахоўнік, ахова; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: стража, охрана; Burmese: ကင်း, အစောင့်, အထိန်း; Catalan: guarda, guardià; Chamorro: a'adahi; Cherokee: ᎠᎦᏘᏱ; Chinese Mandarin: 衛兵/卫兵, 衛士/卫士; Czech: stráž; Danish: vagt, livvagt; Dutch: [[wacht]], [[bewaker]], [[lijfwacht]]; Esperanto: gardisto; Estonian: valvur; Finnish: vartija, suojus; French: [[garde]]; Galician: garda, gardián, gardiá; German: [[Wächter]]; Gothic: 𐍅𐌰𐍂𐌳𐌾𐌰; Greek: [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[σκοπός]]; Ancient Greek: [[σκοπός]], [[φύλαξ]], [[τηρός]]; Haitian Creole: gad; Hebrew: מִשְׁמָר‎, שׁוֹמֵר‎; Hindi: रक्षक, पासबान, मुहाफ़िज़, संरक्षक, रखवाला; Hungarian: őr; Icelandic: vörður; Ilocano: bantayan; Indonesian: pengawal, garda; Irish: garda; Italian: [[guardia]], [[piantone]], [[custode]]; Japanese: 監視者, 衛兵, ガード; Khmer: ឆ្មាំ, គង្វាល; Korean: 가드, 위병; Lao: ຍາມ; Latgalian: sorgs; Latin: [[custos]], [[praeses]]; Latvian: sargs; Macedonian: чувар; Maori: kaitiaki; Navajo: haʼasídí; Norwegian Bokmål: vakt; Nynorsk: vakt; Old English: weard; Persian: پاسبان‎, نگهبان‎, پاسدار‎; Polish: strażnik; Portuguese: [[guarda]]; Romanian: gardă, paznic, gardian, păzitor; Russian: [[стражник]], [[страж]], [[охранник]], [[сторож]], [[конвоир]], [[часовой]], [[караульный]]; Scottish Gaelic: freiceadan, geàrd; Serbo-Croatian: čuvar, stražar; Sicilian: guardia, vardia; Slovak: stráž, strážnik; Slovene: stražar anim, straža; Spanish: [[guarda]], [[guardia]], [[guardés]]; Swahili: askari, mlinzi, walinzi; Swedish: väktare, vakt, gard; Tagalog: guwardiya, bantay; Thai: ยาม, บริบาล; Turkish: bekçi; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, захисник, охорона, варта; Vietnamese: vệ sĩ
Albanian: rojë, resë, mbrojtës; Arabic: حَارِس‎; Egyptian Arabic: غفير‎; Armenian: պահակ, պահապան; Bashkir: һаҡсы; Belarusian: вартавы, ахоўнік, ахова; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: стража, охрана; Burmese: ကင်း, အစောင့်, အထိန်း; Catalan: guarda, guardià; Chamorro: a'adahi; Cherokee: ᎠᎦᏘᏱ; Chinese Mandarin: 衛兵/卫兵, 衛士/卫士; Czech: stráž; Danish: vagt, livvagt; Dutch: [[wacht]], [[bewaker]], [[lijfwacht]]; Esperanto: gardisto; Estonian: valvur; Finnish: vartija, suojus; French: [[garde]]; Galician: garda, gardián, gardiá; German: [[Wächter]]; Gothic: 𐍅𐌰𐍂𐌳𐌾𐌰; Greek: [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[σκοπός]]; Ancient Greek: [[ἀκροφύλαξ]], [[ἀμφιβατήρ]], [[ἀνδρωφύλαξ]], [[ἀρήνωρ]], [[ἀρμικούστωρ]], [[ἀρμοκούστωρ]], [[κούστωρ]], [[δημόσιος]], [[σκοπός]], [[τηρός]], [[φύλαξ]]; Haitian Creole: gad; Hebrew: מִשְׁמָר‎, שׁוֹמֵר‎; Hindi: रक्षक, पासबान, मुहाफ़िज़, संरक्षक, रखवाला; Hungarian: őr; Icelandic: vörður; Ilocano: bantayan; Indonesian: pengawal, garda; Irish: garda; Italian: [[guardia]], [[piantone]], [[custode]]; Japanese: 監視者, 衛兵, ガード; Khmer: ឆ្មាំ, គង្វាល; Korean: 가드, 위병; Lao: ຍາມ; Latgalian: sorgs; Latin: [[custos]], [[praeses]]; Latvian: sargs; Macedonian: чувар; Maori: kaitiaki; Navajo: haʼasídí; Norwegian Bokmål: vakt; Nynorsk: vakt; Old English: weard; Persian: پاسبان‎, نگهبان‎, پاسدار‎; Polish: strażnik; Portuguese: [[guarda]]; Romanian: gardă, paznic, gardian, păzitor; Russian: [[стражник]], [[страж]], [[охранник]], [[сторож]], [[конвоир]], [[часовой]], [[караульный]]; Scottish Gaelic: freiceadan, geàrd; Serbo-Croatian: čuvar, stražar; Sicilian: guardia, vardia; Slovak: stráž, strážnik; Slovene: stražar anim, straža; Spanish: [[guarda]], [[guardia]], [[guardés]]; Swahili: askari, mlinzi, walinzi; Swedish: väktare, vakt, gard; Tagalog: guwardiya, bantay; Thai: ยาม, บริบาล; Turkish: bekçi; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, захисник, охорона, варта; Vietnamese: vệ sĩ
===[[guardian]]===
===[[guardian]]===
Arabic: حَارِس‎; Azerbaijani: qoruqçu; Belarusian: ахоўнiк, ахоўнiца, стораж, страж; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: пазител, блюстител; Catalan: guardià, guàrdia; Cherokee: ᎠᏓᎦᏘᏯ; Chinese Mandarin: 監護人/监护人; Czech: strážce; Dutch: [[bewaker]], [[wachter]]; Finnish: vartija, vahti, suojelija, edunvalvoja; French: [[gardien]]; Galician: gardián; German: [[Wächter]], [[Wache]]; Greek: [[φύλακας]], [[φρουρός]]; Ancient Greek: [[φύλαξ]]; Hungarian: gondnok, gondozó, őrző, őr; Icelandic: verndari; Indonesian: pelindung; Irish: coimirceoir; Italian: [[guardiano]], [[custode]]; Japanese: 保護者; Korean: 보호자(保護者); Kurdish Central Kurdish: پاڕێزگار‎; Latin: [[custos]], [[curator]], [[curatrix]], [[tutor]], [[cura]], [[praeses]]; Maori: kaitiaki; Occitan: gardian; Old English: weard; Polish: stróż, obrońca, strażnik; Portuguese: [[guardião]], [[guarda]]; Romanian: gardian, paznic, strajă, străjer, păzitor; Russian: [[страж]], [[хранитель]], [[хранительница]], [[защитник]], [[защитница]], [[блюститель]], [[блюстительница]]; Sanskrit: गोप्तृ; Serbo-Croatian Roman: skrbnik, skrbkinja, hranitelj, zaštitnik, čuvar; Slovak: strážca, strážkyňa; Spanish: [[guardián]], [[guardia]]; Swedish: väktare; Turkish: koruma, gardiyan; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, сторож; Uzbek: qoʻriqchi; Zazaki: starwan, ğerdiyan
Arabic: حَارِس‎; Azerbaijani: qoruqçu; Belarusian: ахоўнiк, ахоўнiца, стораж, страж; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: пазител, блюстител; Catalan: guardià, guàrdia; Cherokee: ᎠᏓᎦᏘᏯ; Chinese Mandarin: 監護人/监护人; Czech: strážce; Dutch: [[bewaker]], [[wachter]]; Finnish: vartija, vahti, suojelija, edunvalvoja; French: [[gardien]]; Galician: gardián; German: [[Wächter]], [[Wache]]; Greek: [[φύλακας]], [[φρουρός]]; Ancient Greek: [[φύλαξ]]; Hungarian: gondnok, gondozó, őrző, őr; Icelandic: verndari; Indonesian: pelindung; Irish: coimirceoir; Italian: [[guardiano]], [[custode]]; Japanese: 保護者; Korean: 보호자(保護者); Kurdish Central Kurdish: پاڕێزگار‎; Latin: [[custos]], [[curator]], [[curatrix]], [[tutor]], [[cura]], [[praeses]]; Maori: kaitiaki; Occitan: gardian; Old English: weard; Polish: stróż, obrońca, strażnik; Portuguese: [[guardião]], [[guarda]]; Romanian: gardian, paznic, strajă, străjer, păzitor; Russian: [[страж]], [[хранитель]], [[хранительница]], [[защитник]], [[защитница]], [[блюститель]], [[блюстительница]]; Sanskrit: गोप्तृ; Serbo-Croatian Roman: skrbnik, skrbkinja, hranitelj, zaštitnik, čuvar; Slovak: strážca, strážkyňa; Spanish: [[guardián]], [[guardia]]; Swedish: väktare; Turkish: koruma, gardiyan; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, сторож; Uzbek: qoʻriqchi; Zazaki: starwan, ğerdiyan
===[[sentinel]]===
===[[sentinel]]===
Arabic Egyptian Arabic: غفير‎; Bulgarian: страж; Catalan: sentinella; Chinese Mandarin: 哨兵, 步哨; Czech: hlídka; Danish: skildvagt, vagtpost; Dutch: [[wacht]]; Finnish: vartija, vahti; French: [[factionnaire]], [[sentinelle]]; Galician: sentinela; German: [[Wache]], [[Wachposten]], [[Wächter]], [[Wächterin]]; Greek: [[σκοπός]], [[φρουρός]]; Hungarian: őrszem; Irish: fairtheoir; Italian: [[sentinella]]; Japanese: 歩哨, 番兵; Latin: [[vigil]], [[custos]], [[excubitor]], [[praeses]]; Navajo: haʼasídí; Portuguese: [[sentinela]], [[vigia]]; Russian: [[часовой]], [[караульный]], [[охранник]], [[страж]]; Scottish Gaelic: freiceadan; Serbo-Croatian Cyrillic: стра̀жа̄р; Roman: stràžār; Spanish: [[guarda]], [[centinela]]; Swedish: vaktpost, skyltvakt; Turkish: gözcü, koruyucu, nöbetçi; Ukrainian: вартовий; Welsh: gwarchodwr, gwyliwr
Arabic Egyptian Arabic: غفير‎; Bulgarian: страж; Catalan: sentinella; Chinese Mandarin: 哨兵, 步哨; Czech: hlídka; Danish: skildvagt, vagtpost; Dutch: [[wacht]]; Finnish: vartija, vahti; French: [[factionnaire]], [[sentinelle]]; Galician: sentinela; German: [[Wache]], [[Wachposten]], [[Wächter]], [[Wächterin]]; Greek: [[σκοπός]], [[φρουρός]]; Hungarian: őrszem; Irish: fairtheoir; Italian: [[sentinella]]; Japanese: 歩哨, 番兵; Latin: [[vigil]], [[custos]], [[excubitor]], [[praeses]]; Navajo: haʼasídí; Portuguese: [[sentinela]], [[vigia]]; Russian: [[часовой]], [[караульный]], [[охранник]], [[страж]]; Scottish Gaelic: freiceadan; Serbo-Croatian Cyrillic: стра̀жа̄р; Roman: stràžār; Spanish: [[guarda]], [[centinela]]; Swedish: vaktpost, skyltvakt; Turkish: gözcü, koruyucu, nöbetçi; Ukrainian: вартовий; Welsh: gwarchodwr, gwyliwr
===[[protector]]===
Arabic: حَامٍ‎; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: [[beschermer]], [[beschermheer]], [[behoeder]]; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: [[protecteur]], [[guardien]]; Galician: protector; German: [[Beschützer]]; Ancient Greek: [[ἀλεξήτειρα]], [[ἀλεξητήρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀντιλήμπτωρ]], [[ἀντιλήπτωρ]], [[ἐπίκουρος]], [[ἐπιστάτης]], [[ἐπίτροπος]], [[ἱκέτης]], [[κηδεμών]], [[κηδευτής]], [[πρόξεινος]], [[πρόξενος]], [[πρόξηνος]], [[προσκεπαστής]], [[προστάτης]], [[σκεπαστής]], [[σκοπός]], [[ὑπερασπιστής]], [[φύλαξ]], [[χραισμήτωρ]]; Irish: cosantóir; Italian: [[protettore]], [[protettrice]]; Kurdish Central Kurdish: حافیز‎, پاڕێزگار‎; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: [[patronus]], [[patrona]], [[protector]], [[protectrix]], [[tutor]], [[fautor]], [[praeses]]; Old English: sċildend; Portuguese: [[protetor]]; Romanian: protector, protectoare; Russian: [[защитник]], [[защитница]]; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: [[protector]], [[protectora]], [[valedor]]; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ
}}
}}