ἐπίχειρον: Difference between revisions

m
Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''"
(1ab)
m (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epicheiron
|Transliteration C=epicheiron
|Beta Code=e)pi/xeiron
|Beta Code=e)pi/xeiron
|Definition=τό, (χείρ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">arm</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>31</span> (<span class="bibl">48</span>).<span class="bibl">25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl., ἐπίχειρα, τά, prop. <b class="b2">wages of manual labour</b> : hence, <b class="b2">wages, pay</b>, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> of <b class="b2">reward</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>581</span>, <span class="title">Trag.Adesp.</span>116, <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span>18.8</span> ; ἀρετῆς ἐ. <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>608c</span> ; ironically in <span class="bibl">D.<span class="title">Ep.</span>3.38</span>, <span class="bibl">Plb.8.12.5</span>, etc.: rarely in sg., <span class="bibl">Id.38.3.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> more freq. of <b class="b2">punishment</b>, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>321</span>, cf. <span class="bibl">Antipho 1.20</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.24.24</span>, <span class="bibl">Ph.1.512</span>, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀ. Phld.<span class="title">Ir.</span>p.32 W.; <b class="b3">ξιφέων ἐ. λαχοῦσα</b> <b class="b2">the wages</b> of the sword, i.e. slaughter by it, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>820</span> (lyr.). (Sts. written <b class="b3">ἐπιχείρια</b> in codd., vulg. in <span class="bibl">Hp. <span class="title">Praec.</span>1</span>.)</span>
|Definition=τό, ([[χείρ]])<br><span class="bld">A</span> [[arm]], [[LXX]] ''Je.''31 (48).25.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[ἐπίχειρα]], τά, prop. [[wages of manual labour]]: hence, [[wages]], [[pay]],<br><span class="bld">1</span> of [[reward]], Ar.''V.''581, ''Trag.Adesp.''116, Theoc.''Ep.''18.8; ἀρετῆς ἐπίχειρα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''608c; ironically in D.''Ep.''3.38, Plb.8.12.5, etc.: rarely in sg., Id.38.3.2.<br><span class="bld">2</span> more freq. of [[punishment]], τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''321, cf. Antipho 1.20, Arr.''Epict.''3.24.24, Ph.1.512, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀπίχειρα Phld.''Ir.''p.32 W.; <b class="b3">ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα</b> the [[wages]] of the [[sword]], i.e. [[slaughter]] by it, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''820 (lyr.). (sometimes written [[ἐπιχείρια]] in codd., vulg. in Hp. ''Praec.''1.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] τό, Handgeld, nur im plur., Lohn, Belohnung, καὶ ἆθλα ἀρετῆς Plat. Rep. X, 608 c; vgl. Ar. Vesp. 581; Theocrit. ep. 16, 8; Babr. 5, 9. – Im schlimmen Sinne, Strafe, τοιαῦτα [[μέντοι]] τῆς [[ἄγαν]] ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn, Aesch. Prom. 319; [[οὔτε]] ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα, d. i. nicht durchs Schwert getödtet, Soph. Ant. 814; τὰ ἐπίχειρα ἔχει Antiph. 1, 20; τῆς ἀγνοίας κομίζεσθαι Pol. 4, 63, 1; τῆς ῥᾳθυμίας, λιχνείας, Luc. Tim. 4 de merc. cond. 24 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] τό, [[Handgeld]], nur im plur., Lohn, Belohnung, καὶ ἆθλα ἀρετῆς Plat. Rep. X, 608 c; vgl. Ar. Vesp. 581; Theocrit. ep. 16, 8; Babr. 5, 9. – Im schlimmen Sinne, Strafe, τοιαῦτα [[μέντοι]] τῆς [[ἄγαν]] ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn, Aesch. Prom. 319; [[οὔτε]] ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα, d. i. nicht durchs Schwert getödtet, Soph. Ant. 814; τὰ ἐπίχειρα ἔχει Antiph. 1, 20; τῆς ἀγνοίας κομίζεσθαι Pol. 4, 63, 1; τῆς ῥᾳθυμίας, λιχνείας, Luc. Tim. 4 de merc. cond. 24 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />prix d'une entreprise, salaire, récompense ; <i>en mauv. part</i> châtiment : ξιφέων [[ἐπίχειρον]] SOPH salaire de l'épée, <i>càd</i> la mort par le glaive.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χείρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίχειρον''': τό, (χεὶρ) μόνον κατὰ πληθ. [[ἐπίχειρα]], τά, [[κυρίως]] μισθὸς τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν· [[ἐντεῦθεν]], [[μισθός]], πληρωμή, ἢ 1) ἐπὶ ἀμοιβῆς, ἀνταμοιβῆς, Ἀριστοφ. Σφ. 586, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586C, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17. 8· ἀρετῆς [[ἐπίχειρα]] Πλάτ. Πολ. 608C· εἰρωνικῶς ἐν Δημ. 1484. 4, Πολυβ. 8. 14, 5: ― ἢ 2) συχνότερον ἐπὶ ποινῆς, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης... τἀπίχειρα γίγνεται Αἰσχύλ. Πρ. 319, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 33, κλ.· ξιφέων ἐπ. λαχοῦσα, τὸν μισθὸν τοῦ ξίφους, δηλ. τὸν δι’ [[αὐτοῦ]] θάνατον, Σοφ. Ἀντ. 820. Ἐν ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] κακῶς, ἐπιχείρια, ὡς παρ’ Ἱππ. 26. 13.
|lstext='''ἐπίχειρον''': τό, (χεὶρ) μόνον κατὰ πληθ. [[ἐπίχειρα]], τά, [[κυρίως]] μισθὸς τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν· [[ἐντεῦθεν]], [[μισθός]], πληρωμή, ἢ 1) ἐπὶ ἀμοιβῆς, ἀνταμοιβῆς, Ἀριστοφ. Σφ. 586, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586C, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17. 8· ἀρετῆς [[ἐπίχειρα]] Πλάτ. Πολ. 608C· εἰρωνικῶς ἐν Δημ. 1484. 4, Πολυβ. 8. 14, 5: ― ἢ 2) συχνότερον ἐπὶ ποινῆς, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης... τἀπίχειρα γίγνεται Αἰσχύλ. Πρ. 319, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 33, κλ.· ξιφέων ἐπ. λαχοῦσα, τὸν μισθὸν τοῦ ξίφους, δηλ. τὸν δι’ [[αὐτοῦ]] θάνατον, Σοφ. Ἀντ. 820. Ἐν ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] κακῶς, ἐπιχείρια, ὡς παρ’ Ἱππ. 26. 13.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ου (τό) :<br />prix d’une entreprise, salaire, récompense ; <i>en mauv. part</i> châtiment : ξιφέων [[ἐπίχειρον]] SOPH salaire de l’épée, <i>càd</i> la mort par le glaive.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χείρ]].
|lsmtext='''ἐπίχειρον:''' τό ([[χείρ]]), μόνο στον πληθ., [[ἐπίχειρα]], <i>τά</i>, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, [[πληρωμή]], τιμητική [[διάκριση]], [[ανταμοιβή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], <i>τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ</i>., [[ανταπόδοση]], [[έπαινος]] για αλαζονική [[ομιλία]], σε Αισχύλ.· <i>ξιφέων ἐπ</i>., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. [[σφαγή]] από αυτό, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-χειρον, ου, τό, [[χείρ]] only in plural [[ἐπίχειρα]]<br />wages of [[manual]] [[labour]]: [[generally]] wages, pay, [[guerdon]], [[reward]], Ar., Plat.:—also in bad [[sense]], τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ. rewards for [[proud]] [[speech]], Aesch.; ξιφέων ἐπ. the wages of the [[sword]], i. e. [[slaughter]] by it, Soph.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐχειρον</b> pl., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> wages εὐδοξίας δ' [[ἐπίχειρα]] δε[ (Pae. 14.31)
|sltr=<b>ἐπῐχειρον</b> pl., wages εὐδοξίας δ' [[ἐπίχειρα]] δε[ (Pae. 14.31)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίχειρον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[επίχειρα]], <i>τα</i>.
|mltxt=[[ἐπίχειρον]], τὸ (Α) ο [[βραχίονας]]<br /><b>βλ.</b> [[ἐπίχειρα]], <i>τα</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχειρον:''' τό ([[χείρ]]), μόνο στον πληθ., [[ἐπίχειρα]], <i>τά</i>, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, [[πληρωμή]], τιμητική [[διάκριση]], [[ανταμοιβή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], <i>τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ</i>., [[ανταπόδοση]], [[έπαινος]] για αλαζονική [[ομιλία]], σε Αισχύλ.· <i>ξιφέων ἐπ</i>., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. [[σφαγή]] από αυτό, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-χειρον, ου, τό, [[χείρ]] only in pl. [[ἐπίχειρα]]<br />wages of [[manual]] [[labour]]: [[generally]] wages, pay, [[guerdon]], [[reward]], Ar., Plat.:—also in bad [[sense]], τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ. rewards for [[proud]] [[speech]], Aesch.; ξιφέων ἐπ. the wages of the [[sword]], i. e. [[slaughter]] by it, Soph.
}}
}}