στρογγυλόστεγος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
(6_18) |
(No difference)
|
Revision as of 09:21, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
στρογγυλόστεγος: -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ.