στρογγυλόστεγος

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλόστεγος: -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για ναό) αυτός που έχει στρογγυλή στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στογγύλος + -στεγος (< στέγη), πρβλ. μονόστεγος].