λογονεχόντως: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
(6_6)
(No difference)

Revision as of 09:33, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

λογονεχόντως: ἐπίρρ., = νουνεχόντως, Ἰσοκρ. 152Α· βέλτιον διῃρημένως.