ἀναίσθητος: Difference between revisions

6_16
(13_5)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] 1) unempfindlich, gefühllos, stumpfsinnig, Thuc. 6, 86; τινός, gegen etwas, Plat. Tim. 65 a Legg. VIII, 843 a; σκαιὸς καὶ ἀν. Dem. 18, 120; τὸ ἀν., Stumpfsinn, Thuc. 1, 69. – 2) nicht empfunden, nicht empfindbar, [[θάνατος]] Thuc. 2, 43; ἀόρατον καὶ ἀν. Plat. Tim. 52 a, öfter. – Adv. ἀναισθήτως ἔχειν, unempfindlich sein, Plut. Sol. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] 1) unempfindlich, gefühllos, stumpfsinnig, Thuc. 6, 86; τινός, gegen etwas, Plat. Tim. 65 a Legg. VIII, 843 a; σκαιὸς καὶ ἀν. Dem. 18, 120; τὸ ἀν., Stumpfsinn, Thuc. 1, 69. – 2) nicht empfunden, nicht empfindbar, [[θάνατος]] Thuc. 2, 43; ἀόρατον καὶ ἀν. Plat. Tim. 52 a, öfter. – Adv. ἀναισθήτως ἔχειν, unempfindlich sein, Plut. Sol. 20.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναίσθητος''': -ον, [[ἄνευ]] αἰσθήσεως ἢ αἰσθητικότητος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Τίμ. 75E, Ξεν. ἀν. τινος, μὴ ἔχων αἴσθησιν πράγματός τινος, Πλάτ. Νόμ. 843A· ἀν. καὶ νεκρὸς Μενάνδρ. Ἄδηλ. 157· ἀν. ἡ ἀφή, ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀφῆς [[εἶναι]] [[ἀναίσθητος]], Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - Ἐπίρρ., ἀναισθήτως πάντων Ἱππ. περὶ Ἐπιδ. 3. 1115· ἀν. ἔχειν, εἶναί τινα ἀναίσθητον ἢ ἀδιάφορον, Ἰσοκρ. 256Α, πρβλ. Θουκ. 1. 82. 2) [[ἄνευ]] ἀντιλήψεως ἢ τοῦ κοινοῦ νοῦ, [[ἀνόητος]], [[ἄκομψος]], [[εὐήθης]], [[αὐτόθι]] 6. 86· οἱ ἀν. Θηβαῖοι, οἱ βλᾶκες ..., Δημ. 240. 10: - τὸ ἀναίσθητον = [[ἀναισθησία]], Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν αἰσθάνεταί τις, [[θάνατος]] Θουκ. 2. 43· ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀναίσθ. Πλάτ. Τίμ. 52A, κτλ. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς τὰς αἰσθήσεις (sensum effugiens Lucret.) Πλάτ. Τίμ. 52Α, κτλ.· ἐν. ἀν. χρόνῳ ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τὸ ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιληφθῇ, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7, πρβλ. Ποιητ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 7. 9.
}}
}}