3,277,242
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναίσθητος''': -ον, [[ἄνευ]] αἰσθήσεως ἢ αἰσθητικότητος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Τίμ. 75E, Ξεν. ἀν. τινος, μὴ ἔχων αἴσθησιν πράγματός τινος, Πλάτ. Νόμ. 843A· ἀν. καὶ νεκρὸς Μενάνδρ. Ἄδηλ. 157· ἀν. ἡ ἀφή, ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀφῆς [[εἶναι]] [[ἀναίσθητος]], Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - Ἐπίρρ., ἀναισθήτως πάντων Ἱππ. περὶ Ἐπιδ. 3. 1115· ἀν. ἔχειν, εἶναί τινα ἀναίσθητον ἢ ἀδιάφορον, Ἰσοκρ. 256Α, πρβλ. Θουκ. 1. 82. 2) [[ἄνευ]] ἀντιλήψεως ἢ τοῦ κοινοῦ νοῦ, [[ἀνόητος]], [[ἄκομψος]], [[εὐήθης]], [[αὐτόθι]] 6. 86· οἱ ἀν. Θηβαῖοι, οἱ βλᾶκες ..., Δημ. 240. 10: - τὸ ἀναίσθητον = [[ἀναισθησία]], Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν αἰσθάνεταί τις, [[θάνατος]] Θουκ. 2. 43· ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀναίσθ. Πλάτ. Τίμ. 52A, κτλ. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς τὰς αἰσθήσεις (sensum effugiens Lucret.) Πλάτ. Τίμ. 52Α, κτλ.· ἐν. ἀν. χρόνῳ ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τὸ ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιληφθῇ, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7, πρβλ. Ποιητ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 7. 9. | |lstext='''ἀναίσθητος''': -ον, [[ἄνευ]] αἰσθήσεως ἢ αἰσθητικότητος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Τίμ. 75E, Ξεν. ἀν. τινος, μὴ ἔχων αἴσθησιν πράγματός τινος, Πλάτ. Νόμ. 843A· ἀν. καὶ νεκρὸς Μενάνδρ. Ἄδηλ. 157· ἀν. ἡ ἀφή, ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀφῆς [[εἶναι]] [[ἀναίσθητος]], Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - Ἐπίρρ., ἀναισθήτως πάντων Ἱππ. περὶ Ἐπιδ. 3. 1115· ἀν. ἔχειν, εἶναί τινα ἀναίσθητον ἢ ἀδιάφορον, Ἰσοκρ. 256Α, πρβλ. Θουκ. 1. 82. 2) [[ἄνευ]] ἀντιλήψεως ἢ τοῦ κοινοῦ νοῦ, [[ἀνόητος]], [[ἄκομψος]], [[εὐήθης]], [[αὐτόθι]] 6. 86· οἱ ἀν. Θηβαῖοι, οἱ βλᾶκες ..., Δημ. 240. 10: - τὸ ἀναίσθητον = [[ἀναισθησία]], Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν αἰσθάνεταί τις, [[θάνατος]] Θουκ. 2. 43· ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀναίσθ. Πλάτ. Τίμ. 52A, κτλ. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς τὰς αἰσθήσεις (sensum effugiens Lucret.) Πλάτ. Τίμ. 52Α, κτλ.· ἐν. ἀν. χρόνῳ ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τὸ ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιληφθῇ, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7, πρβλ. Ποιητ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 7. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne sent pas, insensible ; <i>au mor.</i> stupide, grossier ; τὸ ἀναίσθητον THC le manque de perspicacité;<br /><b>2</b> qu’on ne sent pas, insensible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[αἰσθάνομαι]]. | |||
}} | }} |