σφετερίζω: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(11) |
(6_13a) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sfeteri/zw | |Beta Code=sfeteri/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">make one's own, appropriate, usurp</b>, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>843d</span>; <b class="b3">τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν</b> ib.<span class="bibl">715a</span>; τὸν χόρτον -ίσαντες <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>49.15</span> (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>45</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> more freq. in Med. σφετερίζομαι, <b class="b3">σφετεριξάμενοι</b> (Dor. aor.) πατραδέλφειαν <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>38</span> (anap.), cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.36</span>, <span class="bibl">D.32.2</span>; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>952a29</span>; τι τῶν πέλας <span class="bibl">Plb.2.19.4</span>; χρήματα <span class="title">SIG</span>833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>8</span>: pf. Pass. in same sense, <span class="bibl">D.H.10.32</span>; plpf. ἐσφετέριστο <span class="bibl">D.C.50.1</span>: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.<span class="title">Rh.</span>2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 195.17</span> (ii A.D.).</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">make one's own, appropriate, usurp</b>, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>843d</span>; <b class="b3">τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν</b> ib.<span class="bibl">715a</span>; τὸν χόρτον -ίσαντες <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>49.15</span> (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>45</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> more freq. in Med. σφετερίζομαι, <b class="b3">σφετεριξάμενοι</b> (Dor. aor.) πατραδέλφειαν <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>38</span> (anap.), cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.36</span>, <span class="bibl">D.32.2</span>; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>952a29</span>; τι τῶν πέλας <span class="bibl">Plb.2.19.4</span>; χρήματα <span class="title">SIG</span>833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>8</span>: pf. Pass. in same sense, <span class="bibl">D.H.10.32</span>; plpf. ἐσφετέριστο <span class="bibl">D.C.50.1</span>: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.<span class="title">Rh.</span>2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 195.17</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφετερίζω''': μέλλ. -σω ἢ -ξω (ἴδε κατωτ.) - ἰδιοποιοῦμαί τι μὴ ἀνῆκον εἰς ἐμέ, οἰκειοποιοῦμαι (δι’ ἀθεμίτων μέσων), ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Πλάτ. Νόμ. 843D· τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν [[αὐτόθι]] 715Α. - Παθ., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς Ἀππ. Ἁνν. 45. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., σφετερίζομαι, σφετεριξάμενον πατραδέλφειαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36, Δημ. 882. 12 σφ. τι ἀλλοτρίων Ἀριστ. Προβλ. 29. 14· τι τῶν [[πέλας]] Πολύβ. 2. 19, 4· ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετερισάμενος Λουκ. π. Διαβολ. 8 παθητ. πρκμ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Διον. Ἁλ. 10. 32, πρβλ. Δίωνα Κ. 50.1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 459-470. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:54, 5 August 2017
English (LSJ)
A make one's own, appropriate, usurp, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Pl.Lg.843d; τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν ib.715a; τὸν χόρτον -ίσαντες PGen.49.15 (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς App.Hann.45. II more freq. in Med. σφετερίζομαι, σφετεριξάμενοι (Dor. aor.) πατραδέλφειαν A.Supp.38 (anap.), cf. X.HG5.1.36, D.32.2; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων Arist.Pr.952a29; τι τῶν πέλας Plb.2.19.4; χρήματα SIG833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος Luc.Cal.8: pf. Pass. in same sense, D.H.10.32; plpf. ἐσφετέριστο D.C.50.1: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται BGU 195.17 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σφετερίζω: μέλλ. -σω ἢ -ξω (ἴδε κατωτ.) - ἰδιοποιοῦμαί τι μὴ ἀνῆκον εἰς ἐμέ, οἰκειοποιοῦμαι (δι’ ἀθεμίτων μέσων), ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Πλάτ. Νόμ. 843D· τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν αὐτόθι 715Α. - Παθ., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς Ἀππ. Ἁνν. 45. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., σφετερίζομαι, σφετεριξάμενον πατραδέλφειαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36, Δημ. 882. 12 σφ. τι ἀλλοτρίων Ἀριστ. Προβλ. 29. 14· τι τῶν πέλας Πολύβ. 2. 19, 4· ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετερισάμενος Λουκ. π. Διαβολ. 8 παθητ. πρκμ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Διον. Ἁλ. 10. 32, πρβλ. Δίωνα Κ. 50.1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 459-470.