ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
συσκοτίζω: συσκοτάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.