ἀγαλλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(No difference)
|
Revision as of 10:01, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλλιάζω: «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. ἀγαλίζομαι.
(6_4) |
(No difference)
|
ἀγαλλιάζω: «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. ἀγαλίζομαι.