διπλασιεπιδίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(4)
 
(6_17)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diplasiepidi/moiros
|Beta Code=diplasiepidi/moiros
|Definition=[<b class="b3">δῐμ], ον,</b> <span class="bibl">Gaud.Harm. 10</span>, and διπλᾰσι-επιδῐμερής, ές, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.23</span>, <span class="bibl">2</span> <span class="bibl">2</span>/<span class="bibl">3</span> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">times as great:</b></span>
|Definition=[<b class="b3">δῐμ], ον,</b> <span class="bibl">Gaud.Harm. 10</span>, and διπλᾰσι-επιδῐμερής, ές, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.23</span>, <span class="bibl">2</span> <span class="bibl">2</span>/<span class="bibl">3</span> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">times as great:</b></span>
}}
{{ls
|lstext='''διπλασιεπιδίμοιρος''': -ον, καὶ επιδιμερής, ές, κατὰ 2 2/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιδίτριτος, ον, κατὰ 2 2/3 μεγαλείτερος· - διπλασιεπίεκτος, ον, κατὰ 2 1/6 μεγαλείτερος· - διπλασιεπίπεμπτος, ον, κατὰ 2 1/5 μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτέταρτος, ον, κατὰ 2 1/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτετραμερής, ές, καὶ διπλασιεπιτετράπεμπτος, ον, κατὰ 2 4/5 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτριμερής, ές, κατὰ 2 3/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπίτριτος, ον, κατὰ 2 1/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεφήμισυς, υ, κατὰ 2 1/2 φορὰς μεγαλείτερος· - ἅπαντα [[ταῦτα]] ἐν Ἀρχ. Μουσικ.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

English (LSJ)

[δῐμ], ον, Gaud.Harm. 10, and διπλᾰσι-επιδῐμερής, ές, Nicom.Ar.1.23, 2 2/3

   A times as great:

Greek (Liddell-Scott)

διπλασιεπιδίμοιρος: -ον, καὶ επιδιμερής, ές, κατὰ 2 2/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιδίτριτος, ον, κατὰ 2 2/3 μεγαλείτερος· - διπλασιεπίεκτος, ον, κατὰ 2 1/6 μεγαλείτερος· - διπλασιεπίπεμπτος, ον, κατὰ 2 1/5 μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτέταρτος, ον, κατὰ 2 1/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτετραμερής, ές, καὶ διπλασιεπιτετράπεμπτος, ον, κατὰ 2 4/5 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτριμερής, ές, κατὰ 2 3/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπίτριτος, ον, κατὰ 2 1/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεφήμισυς, υ, κατὰ 2 1/2 φορὰς μεγαλείτερος· - ἅπαντα ταῦτα ἐν Ἀρχ. Μουσικ.