φρενοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(No difference)
|
Revision as of 10:12, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
φρενοφθόρος: -ον, ὁ τὰς φρένας φθείρων, καταστρέφων, ὁ μωρίαν ἐπιφέρων, μωραίνων, ὁ Πισίδ. εἰς τὸν Μάταιον βίον 123.