ἀγκώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_8) |
(No difference)
|
Revision as of 10:29, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκώδης: -ες, ὁ, φαραγγώδης κοῖλος, «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι.