νοοβλαβής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(No difference)
|
Revision as of 10:47, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
νοοβλᾰβής: -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.
(6_7) |
(No difference)
|
νοοβλᾰβής: -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.