χαλκοτύμπανος: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(6_18)
(No difference)

Revision as of 10:48, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτύμπᾰνος: -ον, ὁ ἔχων τύμπανα ἢ κύμβαλα ἐκ χαλκοῦ, Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 106Α.