σφαιρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(6_3) |
(No difference)
|
Revision as of 10:56, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρίδιον: [ρῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σφαῖρα, ἡ λαιὰ σφαιρίδιόν τι κατέχει περιτερπὲς Εὐμάθ. 37Β, 45Α.