σφαιρίδιον

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίδιον: [ρῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σφαῖρα, ἡ λαιὰ σφαιρίδιόν τι κατέχει περιτερπὲς Εὐμάθ. 37Β, 45Α.

German (Pape)

τό, dim. von σφαῖρα, Kügelchen, Bällchen.