φιλοίφης: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(c1)
 
(6_19)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] ὁ, den Beischlaf liebend, ein geiler Mensch, Theocr. 4, 62.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] ὁ, den Beischlaf liebend, ein geiler Mensch, Theocr. 4, 62.
}}
{{ls
|lstext='''φῐλοίφης''': -ου, ὁ, (οἰφάω) ὁ φιλῶν τὸ συνουσιάζειν, τὴν σαρκικὴν συνουσίαν, φιλοσυνουσιαστής, [[λάγνος]], Θεόκρ. 4. 62, Εὐστ. 1597. 30, Ἐτυμολ. Μέγ. 531, 24· ― καὶ φίλοιφος, ον, «πασχητὴς» Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1280] ὁ, den Beischlaf liebend, ein geiler Mensch, Theocr. 4, 62.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοίφης: -ου, ὁ, (οἰφάω) ὁ φιλῶν τὸ συνουσιάζειν, τὴν σαρκικὴν συνουσίαν, φιλοσυνουσιαστής, λάγνος, Θεόκρ. 4. 62, Εὐστ. 1597. 30, Ἐτυμολ. Μέγ. 531, 24· ― καὶ φίλοιφος, ον, «πασχητὴς» Ἡσύχ.