ἐπολισθάνω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(CSV import) |
(6_13a) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)polisqa/nw | |Beta Code=e)polisqa/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">slip</b> or <b class="b2">glide upon</b>, [σανίσιν] <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.29</span> ; κυλίνδροις ἐς βυθόν <span class="title">AP</span>10.15.3 (Paul. Sil.) : metaph., <b class="b3">ἐ. ἀμπλακίαις</b> ib.5.277 (Agath.).</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">slip</b> or <b class="b2">glide upon</b>, [σανίσιν] <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.29</span> ; κυλίνδροις ἐς βυθόν <span class="title">AP</span>10.15.3 (Paul. Sil.) : metaph., <b class="b3">ἐ. ἀμπλακίαις</b> ib.5.277 (Agath.).</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπολισθάνω''': μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις [[αὐτόθι]] 5. 278. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:13, 5 August 2017
English (LSJ)
A slip or glide upon, [σανίσιν] J.BJ3.7.29 ; κυλίνδροις ἐς βυθόν AP10.15.3 (Paul. Sil.) : metaph., ἐ. ἀμπλακίαις ib.5.277 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπολισθάνω: μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις αὐτόθι 5. 278.