ῥωποπερπερήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(11)
 
(6_9)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=r(wpoperperh/qra
|Beta Code=r(wpoperperh/qra
|Definition=ἡ, (πέρπερος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">empty braggart talk</b>, <span class="bibl">Com.Adesp.294</span> (restored fr. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>9</span>).</span>
|Definition=ἡ, (πέρπερος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">empty braggart talk</b>, <span class="bibl">Com.Adesp.294</span> (restored fr. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>9</span>).</span>
}}
{{ls
|lstext='''ῥωποπερπερήθρα''': ἡ, ([[πέρπερος]]) χυδαία καὶ ποταπὴ [[φλυαρία]], ἀπῆλθ’ ἔχων Δημοσθένους τὴν ῥωποπερπερήθραν Διογ. Λ. 2. 108 (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 618), ἀντὶ [[ῥωποστωμυλήθρα]], ἐκ τοῦ Πλουτ. Δημ. 9· «[[ῥωποπερπερήθρα]] τις προσερρήθη ἐπὶ χυδαιότητι καὶ φλυαρίᾳ σκωπτόμενος» Εὐστ. 927, 56· «εἰς ῥωποπερπερήθραν σκώπτεσθαι» ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 106, 95, 224, 70.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωποπερπερήθρα Medium diacritics: ῥωποπερπερήθρα Low diacritics: ρωποπερπερήθρα Capitals: ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑ
Transliteration A: rhōpoperperḗthra Transliteration B: rhōpoperperēthra Transliteration C: ropoperperithra Beta Code: r(wpoperperh/qra

English (LSJ)

ἡ, (πέρπερος)

   A empty braggart talk, Com.Adesp.294 (restored fr. Plu.Dem.9).

Greek (Liddell-Scott)

ῥωποπερπερήθρα: ἡ, (πέρπερος) χυδαία καὶ ποταπὴ φλυαρία, ἀπῆλθ’ ἔχων Δημοσθένους τὴν ῥωποπερπερήθραν Διογ. Λ. 2. 108 (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 618), ἀντὶ ῥωποστωμυλήθρα, ἐκ τοῦ Πλουτ. Δημ. 9· «ῥωποπερπερήθρα τις προσερρήθη ἐπὶ χυδαιότητι καὶ φλυαρίᾳ σκωπτόμενος» Εὐστ. 927, 56· «εἰς ῥωποπερπερήθραν σκώπτεσθαι» ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 106, 95, 224, 70.