ἠώς: Difference between revisions

4,389 bytes added ,  5 August 2017
6_10
(13_7_2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] dor. ἀώς, äol. [[αὔως]], att. [[ἕως]] (s. oben), gen. ἠοῦς u. s. w., die <b class="b2">Morgenröthe</b>, Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2 Aufl. S. 358; bei Hom. personificirt (vgl. nom. pr.), wie in dem häufig vorkommenden Verse [[ἦμος]] δ' [[ἠριγένεια]] φάνη [[ῥοδοδάκτυλος]] Ἠώς; vgl. ἠὼς διέφαινε Her. 8, 83; – ἅμα τῇ ἠοῖ, mit Tagesanbruch, Plat. Hipp. min. 371 b. Auch der Morgen als Tageszeit, ἔσσεται ἢ ἠώς, ἢ [[δείλη]], ἢ [[μέσον]] [[ἦμαρ]] Il. 21, 111; ἐξ ἠοῦς ἀρξάμενοι [[μέχρι]] δείλης ὀψίης Her. 7, 167, wie Plat. defin. 411 a; ἐξ ἠοῦς εἰς νύκτα καὶ ἐκ νυκτῶν εἰς ἠοῦν (wo die Form des accus. zu bemerken) Hedyl. bei Ath. XI, 473 a; ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Leon. Tar. 70 (VII,472, 13); ἠῶ, den ganzen Morgen hindurch, Od. 2, 434, wo Nitzsch zu vgl. Die Griechen zählten die Tage nach Morgenröthen, ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκ [[τοῖο]] δυωδεκάτη γένετ' ἠώς Il. 1, 493, τῷ δ' [[ἤδη]] [[δεκάτη]] ἢ ἑνδεκάτη πέλεν ἠώς Od. 19, 192; ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε Il. 21, 80. Auch = das Tageslicht, τοῦ δ' [[ἤτοι]] [[κλέος]] ἔσται ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς, Il. 7, 45. 458; so bes. bei sp. D., [[φέγγος]] ἀναστείλασα κατήϊεν ἐς δύσιν ἠώς Mus. 109. 288, μεσάτη ἠώς Orph. Arg. 652; = das Leben, Qu. Sm. 10, 431. – Als Himmelsgegend, Morgen, Osten, τῆς ὁδοῦ ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Her. 2, 8; Sp., wie Pol. 4, 70, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] dor. ἀώς, äol. [[αὔως]], att. [[ἕως]] (s. oben), gen. ἠοῦς u. s. w., die <b class="b2">Morgenröthe</b>, Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2 Aufl. S. 358; bei Hom. personificirt (vgl. nom. pr.), wie in dem häufig vorkommenden Verse [[ἦμος]] δ' [[ἠριγένεια]] φάνη [[ῥοδοδάκτυλος]] Ἠώς; vgl. ἠὼς διέφαινε Her. 8, 83; – ἅμα τῇ ἠοῖ, mit Tagesanbruch, Plat. Hipp. min. 371 b. Auch der Morgen als Tageszeit, ἔσσεται ἢ ἠώς, ἢ [[δείλη]], ἢ [[μέσον]] [[ἦμαρ]] Il. 21, 111; ἐξ ἠοῦς ἀρξάμενοι [[μέχρι]] δείλης ὀψίης Her. 7, 167, wie Plat. defin. 411 a; ἐξ ἠοῦς εἰς νύκτα καὶ ἐκ νυκτῶν εἰς ἠοῦν (wo die Form des accus. zu bemerken) Hedyl. bei Ath. XI, 473 a; ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Leon. Tar. 70 (VII,472, 13); ἠῶ, den ganzen Morgen hindurch, Od. 2, 434, wo Nitzsch zu vgl. Die Griechen zählten die Tage nach Morgenröthen, ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκ [[τοῖο]] δυωδεκάτη γένετ' ἠώς Il. 1, 493, τῷ δ' [[ἤδη]] [[δεκάτη]] ἢ ἑνδεκάτη πέλεν ἠώς Od. 19, 192; ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε Il. 21, 80. Auch = das Tageslicht, τοῦ δ' [[ἤτοι]] [[κλέος]] ἔσται ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς, Il. 7, 45. 458; so bes. bei sp. D., [[φέγγος]] ἀναστείλασα κατήϊεν ἐς δύσιν ἠώς Mus. 109. 288, μεσάτη ἠώς Orph. Arg. 652; = das Leben, Qu. Sm. 10, 431. – Als Himmelsgegend, Morgen, Osten, τῆς ὁδοῦ ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Her. 2, 8; Sp., wie Pol. 4, 70, 8.
}}
{{ls
|lstext='''ἠώς''': ἡ, γεν. (ἠόος) ἠοῦς, Ἐπ. [[ἠῶθι]], δοτ. ἠοῖ, αἰτ. ἠῶ, [[ὡσαύτως]] ἠοῦν, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 473Α, Ἀνθ. Π. 7. 472· [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει ἐν τοῖς ἀσυναιρέτ. τύποις, πλὴν ἐν Πινδ. Ν. 6. 88 (Ἀόος· τὰ χ/φα ἀοῦς)· - Ἀττικ. ἕως, γεν. ἕω, αἰτιατ. ἕω, ὡς τὸ [[λεώς]]· - Δωρ. ἀώς· - Αἰολ. ἄυος (ἀλλ. ἄϝως), οὐχὶ [[αὔως]]. (Ἐκ τῆς √ΑϜ παράγονται [[ὡσαύτως]] ἀώς, αὐώς, Λακων. ἀβώρ, αὔριον, ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυρος (πρβλ. Ε. Μ. 14. 38, [[αὔρα]] δὲ ἡ [[ἡμέρα]]) πρβλ. Σανσκρ. ush (mane), ushas (splendens), ushâsâ (aurora), Λατ. aurora ([[ἴσως]] ἀντὶ ausosa), Ἀρχ. Νορβηγ. austr (Ἀγγλ. east, [[ἀνατολή]]), Ἀρχ. Γερμ. ôstan, Λιθ. auszra (aurora).) Τὸ «γλυκοχάραγμα», ἡ «[[αὐγή]]», τὰ «χαράγματα», [[ἦμος]] δ᾿ [[ἠριγένεια]] φάνη [[ῥοδοδάκτυλος]] Ἠὼς Ὁμ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπ., Ἡροδ., κλπ. (ἴδε ἐν λ. [[διαφαίνω]], [[ἐπιλάμπω]], [[ὑποφαίνω]])· τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὅσον τ᾿ ἐπικίδναται ἠὼς Ἰλ. Η. 451, κτλ.· - ἰδίως ἡ [[πρωία]] ὡς χρονικὸν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, ἀντίθ. [[μέσον]] [[ἦμαρ]] καὶ [[δείλη]] Ἰλ. Φ. 111, κλ.· γεν. ἠοῦς, κατὰ τὴν πρωίαν, ἐνωρίς, Θ. 470, 525· αἰτ. ἠῶ, τὴν πρωίαν, Ὀδ. Β. 434· στάντα πρὸς πρώτην ἕω Σοφ. Ο. Κ. 477· - ἐξ ἠοῦς [[μέχρι]] δείλης ὀψίης Ἡρόδ. 7. 167· ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Ἡδύλος καὶ Ἀνθ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· - ἅμα ἠοῖ, [[μετὰ]] τῆς αὐγῆς, κατὰ τὴν αὐγήν, Ἡρόδ. 7. 219· Ἀττ. ἅμ᾿ ἕῳ ἢ ἅμα τῇ ἕῳ, Θουκ. 2. 90., 4. 72 - πρὸς τῆς ἕω ὁ αὐτ. 4. 31· Ἐπ. [[ἠῶθι]] πρὸ Ἰλ. Λ. 50, Ὀδ. Ε. 469, Ζ. 36· - ἐπὶ τὴν ἕω Θουκ. 2. 84· - εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω Ξεν. Ἀν. 1. 7, 1· ἐς ἀῶ, [[αὔριον]], Θεόκρ. 18. 14. 2) [[ἐπειδὴ]] δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπελόγιζον τὰς ἡμέρας κατὰ πρωίας, ὡς τἀνάπαλιν οἱ ἀρχαῖοι Γερμανοὶ καὶ Σκανδιναυοὶ κατὰ νύκτας, ἡ [[λέξις]] ἠὼς [[συχνάκις]] ἐσήμαινεν ἡμέραν, Ἰλ. Α. 493, Ν. 794, Ω. 31, 413, 781, Ὀδ. Τ. 192· ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε… Ἰλ. Φ. 80· [[ἐντεῦθεν]], κατήϊεν ἐς δύσιν ἠὼς Μουσαῖ. 109· μεσάτη ἠὼς Ὀρφ. Ἀργ. 652· ἂν καὶ παρ᾿ Ὁμήρῳ [[οὐδέποτε]] ἔλαβεν ἐντελῶς τὴν σημασίαν τοῦ [[ἦμαρ]]· - μεταφ. ἀντὶ τοῦ ζωή, Κόϊντ. Σμ. 10. 431· φῶς λίπες ἠοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 6258. 3) [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]], ἡ [[ἀνατολή]], Ὅμ. (ἴδε ἐν λ. [[ἥλιος]])· ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Ἡρόδ. 2. 8· τὰ πρὸς τὴν ἠῶ αὐτ.· τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ὁ αὐτ. 4. 40, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· πρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, πρὸς ἀνατολὰς τοῦ…, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 49, Πλούτ. ἐν Λουκούλλ. 27. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] Ἠώς, Aurora, ἡ θεὰ τῆς πρωίας ἢ αὐγῆς, ἥτις ἐξεγείρεται ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἐκ τῆς κλίνης τοῦ συζύγου αὐτῆς Τιθωνοῦ, Ἰλ. Λ. 1, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 158· - κατὰ τὸν Ἡσ. Θ. 372, εἶνε [[θυγάτηρ]] τοῦ Ὑπερίονος καὶ τῆς Θείας, [[μήτηρ]] δὲ τοῦ Ζεφύρου, Νότου καὶ Βορέου, [[αὐτόθι]] 377.
}}
}}