ἐμπλήμενος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(No difference)
|
Revision as of 11:34, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.
(6_14) |
(No difference)
|
ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.