αἱματοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(No difference)
|
Revision as of 11:37, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοποιός: -όν, = αἱματοποιητικός, Ἑρμ. Τρισμ. Ἰατρομ. σ. 37.
(6_16) |
(No difference)
|
αἱματοποιός: -όν, = αἱματοποιητικός, Ἑρμ. Τρισμ. Ἰατρομ. σ. 37.