αἱματοποιητικός

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτοποιητικός Medium diacritics: αἱματοποιητικός Low diacritics: αιματοποιητικός Capitals: ΑΙΜΑΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haimatopoiētikós Transliteration B: haimatopoiētikos Transliteration C: aimatopoiitikos Beta Code: ai(matopoihtiko/s

English (LSJ)

αἱματοποιητική, αἱματοποιητικόν, blood-making, δύναμις τοῦ ἥπατος Gal.16.506:—also αἱματοποιός, 7.213, Sch.E.Hec.90.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anat. productor de sangre δύναμις Gal.8.358, 16.506, 17(2).232, Steph.in Hp.Progn.140.16, Ur.p.425.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ποιεῖν, παράγειν αἷμα, Γαλην.

German (Pape)

in Blut verwandelnd, Gal.