αἱματοποιητικός
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
αἱματοποιητική, αἱματοποιητικόν, blood-making, δύναμις τοῦ ἥπατος Gal.16.506:—also αἱματοποιός, 7.213, Sch.E.Hec.90.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
anat. productor de sangre δύναμις Gal.8.358, 16.506, 17(2).232, Steph.in Hp.Progn.140.16, Ur.p.425.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ποιεῖν, παράγειν αἷμα, Γαλην.
German (Pape)
in Blut verwandelnd, Gal.