ἁδράλεστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(6_19)
(No difference)

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἁδράλεστος: -ον, χονδροαλεσμένος, κυρίως ἐπὶ σίτου, «Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ εἰς ἄλευρα ἀληλεσμένον, ἀλλ’ ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν ἄνθρωπος κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον», Εὐστ. Ἰλ. Ν. 441.