ἁδράλεστος: -ον, χονδροαλεσμένος, κυρίως ἐπὶ σίτου, «Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ εἰς ἄλευρα ἀληλεσμένον, ἀλλ’ ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν ἄνθρωπος κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον», Εὐστ. Ἰλ. Ν. 441.
-ονmajado, triturado pero no molido πυρός Eust.941.25.