ἁδράλεστος

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek (Liddell-Scott)

ἁδράλεστος: -ον, χονδροαλεσμένος, κυρίως ἐπὶ σίτου, «Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ εἰς ἄλευρα ἀληλεσμένον, ἀλλ’ ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν ἄνθρωπος κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον», Εὐστ. Ἰλ. Ν. 441.

Spanish (DGE)

-ον
majado, triturado pero no molido πυρός Eust.941.25.