βορβορύζω: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(c1) |
(6_20) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] = [[βομβυλιάζω]], Hesych.; βορβορύττειν, Psell. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] = [[βομβυλιάζω]], Hesych.; βορβορύττειν, Psell. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βορβορύζω''': παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται [[βομβυλιάζω]]· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, [[κορκορυγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 453] = βομβυλιάζω, Hesych.; βορβορύττειν, Psell.
Greek (Liddell-Scott)
βορβορύζω: παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται βομβυλιάζω· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, κορκορυγή.