τίνω: Difference between revisions

9,606 bytes added ,  5 August 2017
6_23
(13_7_2)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] nur praes. u. impf., die übrigen tempp. werden von [[τίω]] gebildet (w. m. s.), – <b class="b2">büßen</b>, eine Buße entrichten; τιμὴν τίνειν, Il. 3, 289; θωὴν τίνειν, Od. 2, 193; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων [[τίνω]], Aesch. Prom. 112. 176. 623; ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν τινέτω, Ch. 311; τίνει ταύτην δίκην, Eur. Or. 7; auch ἀδικίας τίνοντες, lon 447; übh. eine Schuld abtragen, [[ζωάγρια]] τίνειν, Il. 18, 407; ὕβριν, einen Frevel abbüßen, Od. 24, 352; δίκην τίνουσι, Plat. Theaet. 177 a; βλάβην, Legg. VIII, 943 e, u. oft; δίκην τῆς τροφῆς, Phaed. 81 d; ποινάς, Xen. Cyr. 6, 1, 11. – Aber auch [[χάριν]] τίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 796; vgl. Soph. [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος γῇ [[τῇδε]] κἀμοὶ δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνει, O. C. 641; εὖ πάσχειν, παθόντα δ' οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν, vergelten, 1205; u. so auch pass., εὐεργέταν ἀμοιβαῖς τίνεσθαι, Pind. P. 2, 24; τίνοι γ' ἂν τῇ τεθνηκυίᾳ τροφάς, Eur. Or. 109. – Med. τίνομαι, bei Hom. im praes. nur [[τίνυμαι]] (s. oben), eigtl. sich bezahlen lassen, dah. Einen wegen eines Vergehens büßen lassen, τινά, Her. 1, 10 u. oft; τινὰ [[ὑπέρ]] τινος, 1, 27. 73; τινά τινος, Theogn. 204; dah. strafen, züchtigen, und mit dem acc. der Sache, rächen, Hes. Th. 165. 472 Sc. 17; τὸν αἴτιον τίνοι' ἄν, Soph. G. C. 1000. – [Ι ist bei den Epikern lang, bei den Attikern in der Regel kurz, z. B. Aesch. Prom. 112 Soph. O. C. 1203 Eur. Or. 7; so auch Solon 5, 31; Pind. P. 2, 24 und Anth.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] nur praes. u. impf., die übrigen tempp. werden von [[τίω]] gebildet (w. m. s.), – <b class="b2">büßen</b>, eine Buße entrichten; τιμὴν τίνειν, Il. 3, 289; θωὴν τίνειν, Od. 2, 193; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων [[τίνω]], Aesch. Prom. 112. 176. 623; ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν τινέτω, Ch. 311; τίνει ταύτην δίκην, Eur. Or. 7; auch ἀδικίας τίνοντες, lon 447; übh. eine Schuld abtragen, [[ζωάγρια]] τίνειν, Il. 18, 407; ὕβριν, einen Frevel abbüßen, Od. 24, 352; δίκην τίνουσι, Plat. Theaet. 177 a; βλάβην, Legg. VIII, 943 e, u. oft; δίκην τῆς τροφῆς, Phaed. 81 d; ποινάς, Xen. Cyr. 6, 1, 11. – Aber auch [[χάριν]] τίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 796; vgl. Soph. [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος γῇ [[τῇδε]] κἀμοὶ δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνει, O. C. 641; εὖ πάσχειν, παθόντα δ' οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν, vergelten, 1205; u. so auch pass., εὐεργέταν ἀμοιβαῖς τίνεσθαι, Pind. P. 2, 24; τίνοι γ' ἂν τῇ τεθνηκυίᾳ τροφάς, Eur. Or. 109. – Med. τίνομαι, bei Hom. im praes. nur [[τίνυμαι]] (s. oben), eigtl. sich bezahlen lassen, dah. Einen wegen eines Vergehens büßen lassen, τινά, Her. 1, 10 u. oft; τινὰ [[ὑπέρ]] τινος, 1, 27. 73; τινά τινος, Theogn. 204; dah. strafen, züchtigen, und mit dem acc. der Sache, rächen, Hes. Th. 165. 472 Sc. 17; τὸν αἴτιον τίνοι' ἄν, Soph. G. C. 1000. – [Ι ist bei den Epikern lang, bei den Attikern in der Regel kurz, z. B. Aesch. Prom. 112 Soph. O. C. 1203 Eur. Or. 7; so auch Solon 5, 31; Pind. P. 2, 24 und Anth.]
}}
{{ls
|lstext='''τίνω''': Ἰων. παρατ. τίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327· - μέλλ. τίσω [ῑ] Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔτῑσα [[αὐτόθι]]· πρκμ. τέτῑκα Λυκόφρ. 765 (ἴδε [[ἐκτίνω]]). - Μέσ., πρῶτον παρὰ Θεόγν. 204 (μόνον [[τίνυμαι]] παρ’ Ὁμ.)· μέλλ. τίσομαι, ἀόριστ. ἐτισάμην, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., ἀόρ. ἐτίσθην (ἴδε [[ἐκτίνω]])· πρκμ. τέτισμαι. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τῆς ἀρίστης περιόδου ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόριστ. καὶ ὁ παθητ. ἀόριστ. ἐγράφοντο: τείσω, ἔτεισα, ἐτείσθην. [τῑνω παρ’ Ἐπικ.· τῐνω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 112, Σοφ. Ο. Κ. 635, Εὐριπ. Ὀρ. 7· [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Δωρικ. τοῦ Πινδ., [[οἷον]] Π. 2. 44, ἔτι δὲ καὶ παρὰ Σόλωνι 5. 31, ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραμματοποιοῖς, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 823· τῑνω παρὰ Θεόγν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· - ἐν τῷ μέλλ. ἀορίστ. α΄ καὶ πρκμ. ἀείποτε ῑ]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τίω). 1) ἐνεργ., πληρώνω, [[καταβάλλω]] (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[προσφέρω]] τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω Ι), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς, εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν [[πρόστιμον]] τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι [[πρόστιμον]] τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289· ποινὰς Πινδ. Ο. 2. 106· δίκην Σοφ. Αἴ. 113, Ἠλ. 298, κλπ.· τινί, εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. ἴσην [δίκην] Σοφ. Ο. Τ. 810 διπλῆν Πλάτ. Νόμ. 946Ε· τὸ ἥμισυ [[αὐτόθι]] 767Ε· μείζονα ἔκτισίν τινι [[αὐτόθι]] 933Ε· τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν [[αὐτόθι]] 905Α· ὡς τὸ Λατιν. poenas dare ἢ solvere, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 798· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω [[χρέος]] ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. [[ζωάγρια]] Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348· τ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 985· τ. γῇ δασμὸν Σοφ. Ο. Κ. 635· τ. ἰατροῖς μισθὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2, 54· - [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], γ) πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, [[μετὰ]] γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν [[εὐαγγέλιον]] τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166· τροφάς τινι Εὐρ. Ὀρ. 109· - οὕτω καὶ ἐν ποικίλαις φράσεσι, τ. ἀντιποίνους δύας, ἀποτίνειν ἰσοδυνάμους θλίψεις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· φόνον φόνου [[ῥύσιον]] τ. Σοφ. Φιλ. 959 ἐκ δ’ αἱμάτων παλαιτέρων τίνει [[μύσος]], πληρώνει τὸ [[ἔγκλημα]] παλαιοτέρων χρόνων, Αἰσχύλ. Χο. 650· οὐδενὶ μοιριδία [[τίσις]] ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν, εἰς οὐδένα γίνεται [[τιμωρία]] ἐκ τῆς μοίρας, [[ὅστις]] ἀνταπέδωκε τὰ ἴσα δι’ ὅσα πρῶτος αὐτὸς ἔπαθε, Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε ἐν τέλ., ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· ἀρᾶς τ. [[χρέος]] (ἴδε ἐν λ. [[χρέος]] Ι). -Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀποτινομένου ἢ ἀνταποδιδομένου πράγματος - σπανιώτερον [[μετὰ]] δοτικ., κράατι τίσεις, μὲ τὴν κεφαλήν σου θὰ πληρώσῃς, Ὀδ. Χ. 218· τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε τίσειν μ’ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277. 2) [[μετὰ]] δοτ. τοῦ προσώπου εἰς ὃν ἡ πληρωμὴ γίνεται, ἴδε ἀνωτ. 3) [[μετὰ]] δοτ. τῆς ποινῆς, τ. θανάτῳ [[ἅπερ]] ἦρξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1529· [[τύμμα]] τύμματι [[αὐτόθι]] 1430. 4) [[μετὰ]] γενικ. τοῦ πράγματος, διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέα ἀμοιβήν, ἐὰν δὲ δέν μοι ἀποδώσωσι τὴν προσήκουσαν ἀποζημίωσιν διὰ τοὺς [[βοῦς]], Ὀδ. Μ. 382· τ. τινὶ ποινήν τινος Ἡρόδ. 3. 14., 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 112, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς (ἥτις [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ [[πλήρης]] ἢ τελεία [[σύνταξις]]) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 313· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, ὅτε τὸ [[τίμημα]] παραλείπεται, πληρώνω, [[παρέχω]] ἐξιλέωσιν διά τι, τίσειαν Ἀχαιοί... ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Ἰλ. Α. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430 οὕτω, τ. ὕβριν Ὀδ. Ω. 352· τ. φόνον ἢ λώβην τινὸς Ἰλ. Φ. 134., Λ. 142· κακὰ Θέογν. 735· διπλᾶ δ’ ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια Αἰσχύλ. Ἀγ. 537· τ. μητρὸς δίκας, διὰ τὴν μητέρα σου, Εὐρ. Ὀρ. 531· - σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσ., τίσεις γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, «τιμωρίαν δώσεις ὑπέρ τοῦ ἐμοῦ γνωτοῦ, ὅ ἐστιν ἀδελφοῦ» (Σχόλ.), ὃν ἐφόνευσας, Ἰλ. Ρ. 34. 5) ἀπολ., ἀνταποδίδω, εὖ πάσχειν παθόντα δ’ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν Σοφ. Ο. Κ. 1203. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πληρώσῃ διά τι, ἐκδικοῦμαί τινα, τιμωρῶ, [[παιδεύω]], Λατιν. poenas sumere de aliquo, [[συχν]]. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]. - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Β. 743, Ὀδ. Γ. 197, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 10, 123, Τραγ., κλπ. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Ἰλ. Γ. 366, πρβλ. Ὀδ. Γ. 206, Θέογν. 204, Ἡρόδ. 4. 118, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. τινὰ ἐπί τινι Θέογν. 1248· ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 2. 27, 73. 3) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγματος, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τι [[πρᾶγμα]], τίσασθαι φόνον, βίην τινὸς Ἰλ. Ο. 116, Ὀδ. Ψ. 31· λώβην Ἰλ. Τ. 208, κλπ. 4) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ἐτίσατο [[ἔργον]] ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκαμε τὸν Νηλέα νὰ πληρώσῃ διὰ τὸ κακὸν [[ἔργον]], ἐτιμώρησεν αὐτὸν δι’ αὐτό, Ὀδ. Ο. 236· [[ὡσαύτως]], τίσασθαί τινα δίκην, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν ἔκ τινος προσώπου, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1283 (ἕτεροι φόνον)· πρβλ. ἀντι-, ἀπο-[[τίνω]]. 5) [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, τίνεσθαί τινα ἀμοιβαῖς, φυγῇ Πινδ. Π. 2. 44, Αἰσχύλ. Θήβ. 638. 6) ἀπολ., ἐκδίκησιν [[λαμβάνω]], ἐκδικοῦμαι, [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθ’ Ὀδ. Ν. 15, πρβλ. Ἰλ. Γ. 351, Ὀδ. Γ. 203., Μ. 378 ([[ἔνθα]] τὸ τῖσαι [[εἶναι]] προστ. τοῦ μέσ. ἀορ.). - Ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστατοι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πληρώνω καὶ πληρώνομαι, ἴδε τίω ΙΙΙ· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου [[οὐδέποτε]] ἐναλλάσσονται ὡς ἔπραξάν τινες τῶν ἑρμηνευτῶν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 650, Σοφ. Ο. Κ. 228. -Πρβλ. [[τίνυμαι]], [[τιμωρέω]].
}}
}}