3,274,917
edits
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τίνω''': Ἰων. παρατ. τίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327· - μέλλ. τίσω [ῑ] Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔτῑσα [[αὐτόθι]]· πρκμ. τέτῑκα Λυκόφρ. 765 (ἴδε [[ἐκτίνω]]). - Μέσ., πρῶτον παρὰ Θεόγν. 204 (μόνον [[τίνυμαι]] παρ’ Ὁμ.)· μέλλ. τίσομαι, ἀόριστ. ἐτισάμην, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., ἀόρ. ἐτίσθην (ἴδε [[ἐκτίνω]])· πρκμ. τέτισμαι. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τῆς ἀρίστης περιόδου ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόριστ. καὶ ὁ παθητ. ἀόριστ. ἐγράφοντο: τείσω, ἔτεισα, ἐτείσθην. [τῑνω παρ’ Ἐπικ.· τῐνω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 112, Σοφ. Ο. Κ. 635, Εὐριπ. Ὀρ. 7· [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Δωρικ. τοῦ Πινδ., [[οἷον]] Π. 2. 44, ἔτι δὲ καὶ παρὰ Σόλωνι 5. 31, ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραμματοποιοῖς, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 823· τῑνω παρὰ Θεόγν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· - ἐν τῷ μέλλ. ἀορίστ. α΄ καὶ πρκμ. ἀείποτε ῑ]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τίω). 1) ἐνεργ., πληρώνω, [[καταβάλλω]] (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[προσφέρω]] τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω Ι), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς, εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν [[πρόστιμον]] τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι [[πρόστιμον]] τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289· ποινὰς Πινδ. Ο. 2. 106· δίκην Σοφ. Αἴ. 113, Ἠλ. 298, κλπ.· τινί, εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. ἴσην [δίκην] Σοφ. Ο. Τ. 810 διπλῆν Πλάτ. Νόμ. 946Ε· τὸ ἥμισυ [[αὐτόθι]] 767Ε· μείζονα ἔκτισίν τινι [[αὐτόθι]] 933Ε· τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν [[αὐτόθι]] 905Α· ὡς τὸ Λατιν. poenas dare ἢ solvere, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 798· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω [[χρέος]] ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. [[ζωάγρια]] Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348· τ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 985· τ. γῇ δασμὸν Σοφ. Ο. Κ. 635· τ. ἰατροῖς μισθὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2, 54· - [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], γ) πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, [[μετὰ]] γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν [[εὐαγγέλιον]] τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166· τροφάς τινι Εὐρ. Ὀρ. 109· - οὕτω καὶ ἐν ποικίλαις φράσεσι, τ. ἀντιποίνους δύας, ἀποτίνειν ἰσοδυνάμους θλίψεις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· φόνον φόνου [[ῥύσιον]] τ. Σοφ. Φιλ. 959 ἐκ δ’ αἱμάτων παλαιτέρων τίνει [[μύσος]], πληρώνει τὸ [[ἔγκλημα]] παλαιοτέρων χρόνων, Αἰσχύλ. Χο. 650· οὐδενὶ μοιριδία [[τίσις]] ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν, εἰς οὐδένα γίνεται [[τιμωρία]] ἐκ τῆς μοίρας, [[ὅστις]] ἀνταπέδωκε τὰ ἴσα δι’ ὅσα πρῶτος αὐτὸς ἔπαθε, Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε ἐν τέλ., ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· ἀρᾶς τ. [[χρέος]] (ἴδε ἐν λ. [[χρέος]] Ι). -Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀποτινομένου ἢ ἀνταποδιδομένου πράγματος - σπανιώτερον [[μετὰ]] δοτικ., κράατι τίσεις, μὲ τὴν κεφαλήν σου θὰ πληρώσῃς, Ὀδ. Χ. 218· τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε τίσειν μ’ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277. 2) [[μετὰ]] δοτ. τοῦ προσώπου εἰς ὃν ἡ πληρωμὴ γίνεται, ἴδε ἀνωτ. 3) [[μετὰ]] δοτ. τῆς ποινῆς, τ. θανάτῳ [[ἅπερ]] ἦρξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1529· [[τύμμα]] τύμματι [[αὐτόθι]] 1430. 4) [[μετὰ]] γενικ. τοῦ πράγματος, διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέα ἀμοιβήν, ἐὰν δὲ δέν μοι ἀποδώσωσι τὴν προσήκουσαν ἀποζημίωσιν διὰ τοὺς [[βοῦς]], Ὀδ. Μ. 382· τ. τινὶ ποινήν τινος Ἡρόδ. 3. 14., 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 112, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς (ἥτις [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ [[πλήρης]] ἢ τελεία [[σύνταξις]]) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 313· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, ὅτε τὸ [[τίμημα]] παραλείπεται, πληρώνω, [[παρέχω]] ἐξιλέωσιν διά τι, τίσειαν Ἀχαιοί... ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Ἰλ. Α. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430 οὕτω, τ. ὕβριν Ὀδ. Ω. 352· τ. φόνον ἢ λώβην τινὸς Ἰλ. Φ. 134., Λ. 142· κακὰ Θέογν. 735· διπλᾶ δ’ ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια Αἰσχύλ. Ἀγ. 537· τ. μητρὸς δίκας, διὰ τὴν μητέρα σου, Εὐρ. Ὀρ. 531· - σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσ., τίσεις γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, «τιμωρίαν δώσεις ὑπέρ τοῦ ἐμοῦ γνωτοῦ, ὅ ἐστιν ἀδελφοῦ» (Σχόλ.), ὃν ἐφόνευσας, Ἰλ. Ρ. 34. 5) ἀπολ., ἀνταποδίδω, εὖ πάσχειν παθόντα δ’ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν Σοφ. Ο. Κ. 1203. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πληρώσῃ διά τι, ἐκδικοῦμαί τινα, τιμωρῶ, [[παιδεύω]], Λατιν. poenas sumere de aliquo, [[συχν]]. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]. - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Β. 743, Ὀδ. Γ. 197, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 10, 123, Τραγ., κλπ. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Ἰλ. Γ. 366, πρβλ. Ὀδ. Γ. 206, Θέογν. 204, Ἡρόδ. 4. 118, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. τινὰ ἐπί τινι Θέογν. 1248· ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 2. 27, 73. 3) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγματος, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τι [[πρᾶγμα]], τίσασθαι φόνον, βίην τινὸς Ἰλ. Ο. 116, Ὀδ. Ψ. 31· λώβην Ἰλ. Τ. 208, κλπ. 4) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ἐτίσατο [[ἔργον]] ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκαμε τὸν Νηλέα νὰ πληρώσῃ διὰ τὸ κακὸν [[ἔργον]], ἐτιμώρησεν αὐτὸν δι’ αὐτό, Ὀδ. Ο. 236· [[ὡσαύτως]], τίσασθαί τινα δίκην, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν ἔκ τινος προσώπου, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1283 (ἕτεροι φόνον)· πρβλ. ἀντι-, ἀπο-[[τίνω]]. 5) [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, τίνεσθαί τινα ἀμοιβαῖς, φυγῇ Πινδ. Π. 2. 44, Αἰσχύλ. Θήβ. 638. 6) ἀπολ., ἐκδίκησιν [[λαμβάνω]], ἐκδικοῦμαι, [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθ’ Ὀδ. Ν. 15, πρβλ. Ἰλ. Γ. 351, Ὀδ. Γ. 203., Μ. 378 ([[ἔνθα]] τὸ τῖσαι [[εἶναι]] προστ. τοῦ μέσ. ἀορ.). - Ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστατοι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πληρώνω καὶ πληρώνομαι, ἴδε τίω ΙΙΙ· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου [[οὐδέποτε]] ἐναλλάσσονται ὡς ἔπραξάν τινες τῶν ἑρμηνευτῶν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 650, Σοφ. Ο. Κ. 228. -Πρβλ. [[τίνυμαι]], [[τιμωρέω]]. | |lstext='''τίνω''': Ἰων. παρατ. τίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327· - μέλλ. τίσω [ῑ] Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔτῑσα [[αὐτόθι]]· πρκμ. τέτῑκα Λυκόφρ. 765 (ἴδε [[ἐκτίνω]]). - Μέσ., πρῶτον παρὰ Θεόγν. 204 (μόνον [[τίνυμαι]] παρ’ Ὁμ.)· μέλλ. τίσομαι, ἀόριστ. ἐτισάμην, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., ἀόρ. ἐτίσθην (ἴδε [[ἐκτίνω]])· πρκμ. τέτισμαι. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τῆς ἀρίστης περιόδου ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόριστ. καὶ ὁ παθητ. ἀόριστ. ἐγράφοντο: τείσω, ἔτεισα, ἐτείσθην. [τῑνω παρ’ Ἐπικ.· τῐνω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 112, Σοφ. Ο. Κ. 635, Εὐριπ. Ὀρ. 7· [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Δωρικ. τοῦ Πινδ., [[οἷον]] Π. 2. 44, ἔτι δὲ καὶ παρὰ Σόλωνι 5. 31, ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραμματοποιοῖς, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 823· τῑνω παρὰ Θεόγν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· - ἐν τῷ μέλλ. ἀορίστ. α΄ καὶ πρκμ. ἀείποτε ῑ]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τίω). 1) ἐνεργ., πληρώνω, [[καταβάλλω]] (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[προσφέρω]] τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω Ι), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς, εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν [[πρόστιμον]] τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι [[πρόστιμον]] τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289· ποινὰς Πινδ. Ο. 2. 106· δίκην Σοφ. Αἴ. 113, Ἠλ. 298, κλπ.· τινί, εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. ἴσην [δίκην] Σοφ. Ο. Τ. 810 διπλῆν Πλάτ. Νόμ. 946Ε· τὸ ἥμισυ [[αὐτόθι]] 767Ε· μείζονα ἔκτισίν τινι [[αὐτόθι]] 933Ε· τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν [[αὐτόθι]] 905Α· ὡς τὸ Λατιν. poenas dare ἢ solvere, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 798· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω [[χρέος]] ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. [[ζωάγρια]] Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348· τ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 985· τ. γῇ δασμὸν Σοφ. Ο. Κ. 635· τ. ἰατροῖς μισθὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2, 54· - [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], γ) πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, [[μετὰ]] γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν [[εὐαγγέλιον]] τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166· τροφάς τινι Εὐρ. Ὀρ. 109· - οὕτω καὶ ἐν ποικίλαις φράσεσι, τ. ἀντιποίνους δύας, ἀποτίνειν ἰσοδυνάμους θλίψεις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· φόνον φόνου [[ῥύσιον]] τ. Σοφ. Φιλ. 959 ἐκ δ’ αἱμάτων παλαιτέρων τίνει [[μύσος]], πληρώνει τὸ [[ἔγκλημα]] παλαιοτέρων χρόνων, Αἰσχύλ. Χο. 650· οὐδενὶ μοιριδία [[τίσις]] ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν, εἰς οὐδένα γίνεται [[τιμωρία]] ἐκ τῆς μοίρας, [[ὅστις]] ἀνταπέδωκε τὰ ἴσα δι’ ὅσα πρῶτος αὐτὸς ἔπαθε, Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε ἐν τέλ., ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· ἀρᾶς τ. [[χρέος]] (ἴδε ἐν λ. [[χρέος]] Ι). -Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀποτινομένου ἢ ἀνταποδιδομένου πράγματος - σπανιώτερον [[μετὰ]] δοτικ., κράατι τίσεις, μὲ τὴν κεφαλήν σου θὰ πληρώσῃς, Ὀδ. Χ. 218· τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε τίσειν μ’ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277. 2) [[μετὰ]] δοτ. τοῦ προσώπου εἰς ὃν ἡ πληρωμὴ γίνεται, ἴδε ἀνωτ. 3) [[μετὰ]] δοτ. τῆς ποινῆς, τ. θανάτῳ [[ἅπερ]] ἦρξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1529· [[τύμμα]] τύμματι [[αὐτόθι]] 1430. 4) [[μετὰ]] γενικ. τοῦ πράγματος, διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέα ἀμοιβήν, ἐὰν δὲ δέν μοι ἀποδώσωσι τὴν προσήκουσαν ἀποζημίωσιν διὰ τοὺς [[βοῦς]], Ὀδ. Μ. 382· τ. τινὶ ποινήν τινος Ἡρόδ. 3. 14., 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 112, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς (ἥτις [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ [[πλήρης]] ἢ τελεία [[σύνταξις]]) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 313· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, ὅτε τὸ [[τίμημα]] παραλείπεται, πληρώνω, [[παρέχω]] ἐξιλέωσιν διά τι, τίσειαν Ἀχαιοί... ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Ἰλ. Α. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430 οὕτω, τ. ὕβριν Ὀδ. Ω. 352· τ. φόνον ἢ λώβην τινὸς Ἰλ. Φ. 134., Λ. 142· κακὰ Θέογν. 735· διπλᾶ δ’ ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια Αἰσχύλ. Ἀγ. 537· τ. μητρὸς δίκας, διὰ τὴν μητέρα σου, Εὐρ. Ὀρ. 531· - σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσ., τίσεις γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, «τιμωρίαν δώσεις ὑπέρ τοῦ ἐμοῦ γνωτοῦ, ὅ ἐστιν ἀδελφοῦ» (Σχόλ.), ὃν ἐφόνευσας, Ἰλ. Ρ. 34. 5) ἀπολ., ἀνταποδίδω, εὖ πάσχειν παθόντα δ’ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν Σοφ. Ο. Κ. 1203. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πληρώσῃ διά τι, ἐκδικοῦμαί τινα, τιμωρῶ, [[παιδεύω]], Λατιν. poenas sumere de aliquo, [[συχν]]. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]. - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Β. 743, Ὀδ. Γ. 197, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 10, 123, Τραγ., κλπ. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Ἰλ. Γ. 366, πρβλ. Ὀδ. Γ. 206, Θέογν. 204, Ἡρόδ. 4. 118, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. τινὰ ἐπί τινι Θέογν. 1248· ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 2. 27, 73. 3) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγματος, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τι [[πρᾶγμα]], τίσασθαι φόνον, βίην τινὸς Ἰλ. Ο. 116, Ὀδ. Ψ. 31· λώβην Ἰλ. Τ. 208, κλπ. 4) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ἐτίσατο [[ἔργον]] ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκαμε τὸν Νηλέα νὰ πληρώσῃ διὰ τὸ κακὸν [[ἔργον]], ἐτιμώρησεν αὐτὸν δι’ αὐτό, Ὀδ. Ο. 236· [[ὡσαύτως]], τίσασθαί τινα δίκην, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν ἔκ τινος προσώπου, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1283 (ἕτεροι φόνον)· πρβλ. ἀντι-, ἀπο-[[τίνω]]. 5) [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, τίνεσθαί τινα ἀμοιβαῖς, φυγῇ Πινδ. Π. 2. 44, Αἰσχύλ. Θήβ. 638. 6) ἀπολ., ἐκδίκησιν [[λαμβάνω]], ἐκδικοῦμαι, [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθ’ Ὀδ. Ν. 15, πρβλ. Ἰλ. Γ. 351, Ὀδ. Γ. 203., Μ. 378 ([[ἔνθα]] τὸ τῖσαι [[εἶναι]] προστ. τοῦ μέσ. ἀορ.). - Ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστατοι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πληρώνω καὶ πληρώνομαι, ἴδε τίω ΙΙΙ· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου [[οὐδέποτε]] ἐναλλάσσονται ὡς ἔπραξάν τινες τῶν ἑρμηνευτῶν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 650, Σοφ. Ο. Κ. 228. -Πρβλ. [[τίνυμαι]], [[τιμωρέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[τίσω]], <i>att.</i> τείσω, <i>ao.</i> [[ἔτισα]], <i>att.</i> [[ἔτεισα]], <i>pf.</i> τέτικα, <i>att.</i> τέτεικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτίσθην, <i>att.</i> ἐτείσθην, <i>pf.</i> τέτισμαι, <i>att.</i> τέτεισμαι;<br /><b>I.</b> payer, acquitter :<br /><b>1</b> <i>avec l’acc. de la chose donnée en paiement</i> ζωάγριά τινι IL s’acquitter envers qqn en lui témoignant sa reconnaissance pour vous avoir sauvé la vie ; τ. χάριν τινί ESCHL s’acquitter d’une dette de reconnaissance envers qqn ; <i>abs.</i> rendre après avoir reçu, remercier, marquer sa reconnaissance;<br /><b>2</b> <i>avec l’acc. de la chose pour laquelle on est redevable</i> τ. [[εὐαγγέλιον]] OD payer pour une bonne nouvelle;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> obliger à rendre en échange de ; faire payer, punir, venger : [[μύσος]] ESCHL un homicide ; expier :<br /><b>1</b> <i>avec l’acc. de la peine</i> τ. θωήν OD payer une indemnité ; τ. τιμήν τινι IL payer une amende à qqn ; τ. ποινήν τινί τινος HDT donner à qqn une indemnité, une compensation pour qch ; τ. [[δίκην]] τινός EUR subir une peine pour qch ; ἴσην τίνειν SOPH subir un châtiment égal ; ἀξίαν [[δίκην]] avoir le châtiment qu’on mérite ; [[σῷ]] κράατι τίσεις OD tu l’expieras, tu le paieras de ta tête;<br /><b>2</b> <i>avec l’acc. du délit</i> ὕβριν OD expier son insolence ; φόνον τινός IL expier le meurtre de qqn ; τίσειαν ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν IL qu’ils expient par tes flèches les larmes que j’ai versées;<br /><b>3</b> <i>avec l’acc. de la <i>pers.</i> pour le meurtre de laquelle on expie</i> τίσεις γνωτόν, τὸν ἔπεφνες IL tu dois une expiation pour le frère que tu m’as tué;<br /><i><b>Moy.</b></i> τίομαι (<i>f.</i> τίσομαι, <i>ao.</i> ἐτισάμην) se faire rembourser : <i>abs.</i> [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα OD nous nous ferons restituer cela par le peuple, nous nous ferons indemniser (des présents que nous allons faire à Ulysse) ; <i>avec l’acc. de la <i>pers.</i> par qui l’on se fait payer</i> punir, châtier, se venger de : τινα punir qqn ; τ. Ἀλέξανδρον κακότητος IL faire expier à Pâris son crime ; <i>avec l’acc. de la chose pour laquelle on se venge ou l’on se fait payer une indemnité</i> punir châtier, se venger de qch : φόνον τινός IL, OD venger le meurtre de qqn ; <i>avec double acc.</i> [[ἔργον]] Νηλῆα OD faire expier à Nélée son crime.<br />'''Étymologie:''' R. Τι, payer ; cf. [[τίω]], [[τίνυμι]]. | |||
}} | }} |